Η Ουκρανία πρέπει να νικήσει, όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά για την ελευθερία όλων

Νίκος Φραγκάκης – δημοσιογράφος.

 

Ας ξεκαθαρίσουμε τα ιστορικά γεγονότα του 2013-2014:

Το Euromaidan δεν είχε καμία σχέση με το ΝΑΤΟ ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αρχική διαμαρτυρία προκλήθηκε από την απόφαση του τότε προέδρου, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, να μην υπογράψει τη Συμφωνία Σύνδεσης «Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ουκρανίας», παρά το γεγονός ότι η συμφωνία είχε εγκριθεί από το ουκρανικό κοινοβούλιο με συντριπτική πλειοψηφία και είχε ευρεία υποστήριξη από τον ουκρανικό πληθυσμό. 

Η επιλογή του καθεστώτος Γιανουκόβιτς να απαντήσει με βάναυση βία εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών (κυρίως φοιτητών) τη νύχτα της 30ης Νοεμβρίου 2013, όχι μόνο δεν κατέστειλε την αντίδραση, αλλά αποξένωσε περαιτέρω τον πληθυσμό και ενέτεινε τις διαδηλώσεις. Μετά την υιοθέτηση από τον Γιανουκόβιτς μιας σειράς νόμων που περιόριζαν την ελευθερία του Τύπου και του συνέρχεσθαι ειρηνικώς (κοινώς αποκαλούμενοι «νόμοι δικτατορίας») τον Ιανουάριο του 2014, το Euromaidan εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο κίνημα κατά της κατάχρησης εξουσίας, της κυβερνητικής διαφθοράς, της αστυνομικής βίας και της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο σήμερα είναι γνωστό ως «Επανάσταση της Αξιοπρέπειας».

Η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν υπήρξε ποτέ στόχος αυτού του κινήματος. Επομένως, οι προσπάθειες του Πούτιν να εντοπίσει την έναρξη του πολέμου στο ΝΑΤΟ είναι ιστορικά ανακριβείς. Επιπλέον, η αντιμετώπιση της Ουκρανίας ως πιόνι στη γεωπολιτική σκακιέρα των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί προσβολή για τα εκατομμύρια των Ουκρανών που ρίσκαραν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια αυτής της «Επανάστασης της Αξιοπρέπειας».

Τονίζετε επανειλημμένα ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προκάλεσε τη Μοσχοβία: «Το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να επεκταθεί, γιατί αυτό απειλεί την ασφάλεια της Μοσχοβίας».

Σε αυτό το σημείο θέλω να σας αναφέρω ορισμένα ιστορικά γεγονότα:

  • Το 1939, η Σοβιετική Ένωση και η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλαν στην Πολωνία.
  • Το 1940, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στις χώρες της Βαλτικής.
  • Το 1940, η Σοβιετική Ένωση προσάρτησε τμήματα της Ρουμανίας.
  • Το 1956, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Ουγγαρία.
  • Το 1968, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Τσεχοσλοβακία.

Η Πολωνία, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία δεν εισέβαλαν στη Μοσχοβία ή τη Σοβιετική Ένωση. Καμία απειλή δεν προήλθε από αυτές τις χώρες, ωστόσο, αυτές οι χώρες δέχθηκαν επίθεση από την ΕΣΣΔ/Μοσχοβία.

Αυτός είναι ο κύριος λόγος που αυτές οι χώρες θέλησαν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Από την ένταξή τους στη Συμμαχία, καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει δεχθεί ξανά επίθεση από τη Μοσχοβία. Ακριβώς όπως αυτές οι χώρες, έτσι και η Ουκρανία (της οποίας ο στρατιωτικός προϋπολογισμός το 2013 ήταν μόλις 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια, πριν από τη στρατιωτική επίθεση της Μοσχοβίας το 2014) επιθυμεί να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την ειρήνη. Δεν θέλει να δεχθεί ξανά επίθεση από τη Μοσχοβία (της οποίας ο στρατιωτικός προϋπολογισμός το 2013 ανήλθε σε 68 δισεκατομμύρια δολάρια).

Δεδομένου ότι η συμφωνία της Ουκρανίας να εγκαταλείψει τα πυρηνικά όπλα το 1994 με αντάλλαγμα «εγγυήσεις» ασφαλείας από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Μοσχοβία (!) δεν απέτρεψε τη ρωσική επιθετικότητα, για την Ουκρανία αυτή τη στιγμή η μόνη αξιόπιστη εγγύηση για την ασφάλειά της είναι η ένταξη στο ΝΑΤΟ.

Το γεγονός ότι η Φινλανδία και η Σουηδία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ ως απάντηση στη ρωσική επιθετικότητα δεν προκάλεσε διαμαρτυρίες από τη Μοσχοβία για την ένταξη αυτών των δύο χωρών στη Συμμαχία. Αυτή η διαφορετική ρωσική στάση απέναντι στην Ουκρανία σε σύγκριση με τη Φινλανδία και τη Σουηδία φαίνεται να αποσκοπεί στη νομιμοποίηση της έννοιας των «σφαιρών επιρροής» – μια έννοια που ανήκει σε περασμένους αιώνες, στην εποχή των αυτοκρατοριών, και όχι στη σύγχρονη εποχή.

«Η Κριμαία ήταν ιστορικά, και θα είναι ουσιαστικά στο μέλλον, τουλάχιστον de facto ρωσική».

Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μοσχοβία το 2014 παραβίασε το Μνημόνιο της Βουδαπέστης (1994), σύμφωνα με το οποίο η Μοσχοβία είχε δεσμευτεί να σεβαστεί και να προστατεύσει τα ουκρανικά σύνορα, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας. Παραβίασε επίσης τη Συνθήκη Φιλίας, Εταιρικής Σχέσης και Συνεργασίας, που υπογράφηκε με την Ουκρανία το 1997 με τις ίδιες δεσμεύσεις, ενώ, σύμφωνα με την εντολή του Διεθνούς Δικαστηρίου του ΟΗΕ, παραβίασε το διεθνές δίκαιο.

Ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Μοσχοβία υποτίθεται ότι προστατεύει την ειρήνη, αλλά αντίθετα παραβίασε την θεμελιώδη αρχή των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 2 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών: “Όλα τα μέλη πρέπει να απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από απειλές ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο που δεν συνάδει με τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών”). Πράγματι, ολόκληρη η παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βασίζεται στην αρχή ότι τα εθνικά σύνορα των χωρών (ανεξάρτητα από το ιστορικό πλαίσιο που τα διαμόρφωσε) δεν μπορούν να αλλάζουν διά της βίας, για να διατηρηθεί η ειρήνη, όπως είχε πει ο πρεσβευτής της Κένυας στα Ηνωμένα Έθνη στην περίφημη ομιλία του. Εάν επιτραπεί σε μια δύναμη να προσαρτήσει τα εδάφη μιας άλλης χώρας κατά βούληση, τότε καμία χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής.

Η επιμονή της Μοσχοβίας ότι μπορεί να διατηρήσει την Κριμαία βασίζεται στη σιωπηρή υπόθεση ότι, εάν της επιτραπεί να το κάνει, θα αφήσει την υπόλοιπη Ουκρανία ήσυχη. Ωστόσο, αυτό είναι προφανώς ψευδές, καθώς η «ντε φάκτο» κυριαρχία της Μοσχοβίας στην Κριμαία από το 2014 έως σήμερα (2024) δεν εμπόδισε τη συνεχιζόμενη επιθετικότητά της. Στόχος του Πούτιν είναι η «οριστική επίλυση του ουκρανικού ζητήματος», δηλαδή η πλήρης καταστροφή της Ουκρανίας και η προσάρτηση ολόκληρης της επικράτειάς της. Συνεπώς, η προσάρτηση της Κριμαίας δεν «αποκατέστησε την ιστορική δικαιοσύνη», όπως ισχυρίζονται οι Ρώσοι, αλλά χρησίμευσε ως εφαλτήριο για περαιτέρω στρατιωτικές επιθέσεις κατά της Ουκρανίας. Επομένως, η αποκατάσταση του ουκρανικού ελέγχου σε ολόκληρη την επικράτειά της είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για την ασφάλεια της Ουκρανίας, αλλά και για την ασφάλεια όλων των εθνών.

«Η Μοσχοβία σίγουρα δεν θα δεχτεί ποτέ το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία». Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών καθιερώνει την αυτοδιάθεση των λαών ως θεμελιώδη αρχή. Δεν εναπόκειται στη Μοσχοβία να αποφασίσει σε ποιες συμμαχίες ή ενώσεις θα ενταχθεί η Ουκρανία. Η Ουκρανία έχει τη δική της δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση (σε αντίθεση με τη δικτατορία της Μοσχοβίας), και αυτή η κυβέρνηση, μετά από διαβούλευση με τον ουκρανικό λαό, θα αποφασίσει εάν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ή όχι. Παρομοίως, οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν κάθε δικαίωμα να αποφασίζουν ανεξάρτητα ποιον θα καλωσορίσουν στη συμμαχία τους.

«Η βάση για την ειρήνη είναι σαφής. Η Ουκρανία θα είναι μια ουδέτερη χώρα, εκτός ΝΑΤΟ. Η Κριμαία θα παρέμενε το σπίτι του ρωσικού ναυτικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας, όπως ήταν από το 1783 (όταν, με δόλο, εκδίωξε τους Έλληνες από τις προαιώνιες εστίες τους και την προσάρτησε για πρώτη φορά). Μια πρακτική λύση θα βρισκόταν για το Ντονμπάς, όπως εδαφική διαίρεση, αυτονομία ή ως γραμμή ανακωχής».

Παρότι αυτή η επίσημη ρωσική πρόταση ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τη ρητορική των Ρώσων προπαγανδιστών, αφήνει αναπάντητο ένα βασικό ερώτημα της ουκρανικής πλευράς: Με ποια στοιχεία πιστεύετε ότι ένας κατά συρροή πολεμοκάπηλος, ο οποίος έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η Ουκρανία δεν υφίσταται ως ανεξάρτητη χώρα, θα ικανοποιηθεί μόνο με την Κριμαία και το Ντονμπάς και δεν θα επιχειρήσει να καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία;

Μέχρι να υπάρξει μια πειστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, να είστε σίγουροι ότι τα «ειρηνευτικά σχέδια» του Κρεμλίνου το μόνο που θα καταφέρουν είναι να παρατείνουν τα δεινά του ουκρανικού λαού.

Το να ισχυρίζεστε ότι, αν η Ουκρανία είχε προσφέρει την Κριμαία και το Ντονμπάς στον Πούτλερ τον Δεκέμβριο του 2021 ή τον Μάρτιο του 2022, «οι μάχες θα είχαν σταματήσει, τα ρωσικά στρατεύματα θα είχαν αποχωρήσει από την Ουκρανία και η κυριαρχία της θα είχε εγγυηθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και οι άλλες χώρες μέλη», είναι απλώς ένας ευσεβής πόθος.

Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στις αρχές του 2022 απέτυχαν όχι λόγω κάποιας ανύπαρκτης αμερικανικής παρέμβασης, αλλά επειδή η Μοσχοβία απαίτησε την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ουκρανίας – απαίτηση που εξακολουθεί να διατυπώνει και σήμερα!

Οι στόχοι της Μοσχοβίας στην Ουκρανία είναι η «αποστρατιωτικοποίηση και η αποναζοποίηση». Το τι σημαίνει «αποναζοποίηση» εξήγησε ένας από τους πολιτικούς συμβούλους του Πούτλερ, ο Τιμοφέι Σεργκέιτσεφ, στο άρθρο του: «Τι πρέπει να κάνει η Μοσχοβία με την Ουκρανία;». Συγκεκριμένα, υποστήριξε την ανάγκη να καταστραφεί βάναυσα το ουκρανικό έθνος, σκοτώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους και «επανεκπαιδεύοντας» τους υπόλοιπους.

Οι ρώσοι έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν αυτά τα σχέδια στα κατεχόμενα εδάφη της Ουκρανίας. Αν διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Σεργκέιτσεφ, θα το καταλάβετε. Αλλά και ορισμένα αποσπάσματα δείχνουν ξεκάθαρα τι εννοεί: «Μια χώρα που είναι αποναζοποιημένη δεν μπορεί να έχει κυριαρχία», «Η αποναζοποίηση θα περιλαμβάνει αναπόφευκτα την απο-ουκρανοποίηση που σημαίνει τον αναπόφευκτο αποευρωπαϊσμό της», «την κατάσχεση του ουκρανικού διδακτικού υλικού και την απαγόρευση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε όλα τα επίπεδα που περιέχουν ναζιστικές ιδεολογικές κατευθυντήριες γραμμές» (στο άρθρο του, ο Σεργκέιτσεφ αποκαλεί επανειλημμένα τους Ουκρανούς «Ναζί»).

Δυστυχώς, ο κόσμος δεν γνωρίζει ότι, σύμφωνα με αυτή τη ρητορική, η Μοσχοβία διαπράττει φρικτά εγκλήματα πολέμου, όπως τεκμηριώνεται από τα Ηνωμένα Έθνη και άλλους διεθνείς οργανισμούς. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη γνήσιου ενδιαφέροντος για την ειρήνη από τις συνεχιζόμενες ρωσικές θηριωδίες. Ο ελεύθερος κόσμος πρέπει να επανεκτιμήσει τη θέση του σχετικά με το εάν η Μοσχοβία ενδιαφέρεται «καλή τη πίστει» για ειρηνευτικές συνομιλίες.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παραβλέψει δύο σκληρές πολιτικές πραγματικότητες στην Ουκρανία. Η πρώτη είναι ότι η Ουκρανία είναι βαθιά διχασμένη εθνοτικά και πολιτικά μεταξύ εθνικιστών που μισούν τη Μοσχοβία στη δυτική Ουκρανία και Ρώσων στην ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία». Αυτή η δήλωση απηχεί μια ρωσική πολιτική τεχνική που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2004 και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα από τους Ρώσους για να δικαιολογήσουν την «αποναζοποίηση» της Ουκρανίας.

Αλλά ας ρίξουμε μια ματιά στα πραγματικά γεγονότα και την αληθινή ιστορία. Το 1991, όλες οι περιοχές της Ουκρανίας ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 (τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία για τον αυτοπροσδιορισμό της εθνικότητας στην Ουκρανία), ο ουκρανικός πληθυσμός αποτελεί την πλειοψηφία σε όλες τις περιοχές της Ουκρανίας, εκτός από την Κριμαία.

Όταν μιλάμε για την Κριμαία, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί έχει την εθνοτική σύνθεση που έχει σήμερα. Η Κριμαία είναι κυρίως ρωσική λόγω μιας σειράς γενοκτονιών και εκτοπίσεων που ξεκίνησαν με την πρώτη κατοχή της από τη Μοσχοβία το 1783 και συνεχίστηκαν μέχρι το 1944, όταν οι Τάταροι της Κριμαίας και άλλες μειονότητες, όπως οι Έλληνες της Κριμαίας, εκτοπίστηκαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Ο αυτόχθων πληθυσμός της Κριμαίας εκτοπίστηκε, δολοφονήθηκε και αντικαταστάθηκε από Ρώσους.

Μια παρόμοια τακτική χρησιμοποιήθηκε από τη Μοσχοβία και στις πολυάριθμες γενοκτονίες των Ουκρανών – για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του μεγάλου λιμού του 1932-33, όταν Ρώσοι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Ουκρανών που πέθαναν από τον λιμό. Η Μοσχοβία εφαρμόζει τις ίδιες τακτικές μεταφοράς πληθυσμών και σήμερα, στον συνεχιζόμενο πόλεμο: βίαιη απέλαση του ουκρανικού πληθυσμού, “υιοθεσία” παιδιών ή “επανεκπαίδευσή” τους (πλύση εγκεφάλου) αφού αποσπαστούν βίαια από τις οικογένειές τους.

Εκτός από την εκκαθάριση των ουκρανικών και άλλων αυτόχθονων πληθυσμών, η Μοσχοβία έχει χρησιμοποιήσει και «πιο ήπιες» τακτικές, όπως η ρωσικοποίηση, δηλαδή η αποθάρρυνση της εκμάθησης και χρήσης της ουκρανικής γλώσσας σε όλους τους τομείς. Η ρωσικοποίηση συνεχίζεται εδώ και αιώνες. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ποικίλα: από τη μετακίνηση πληθυσμών, στέλνοντας Ουκρανούς να εργαστούν στη Μοσχοβία και Ρώσους να σπουδάσουν ή να δουλέψουν στην Ουκρανία, μέχρι τη δυσκολία πρόσβασης των Ουκρανών σε πανεπιστήμια, την υποβάθμιση της ουκρανικής γλώσσας και κουλτούρας ως κατώτερης σε σύγκριση με τον «μεγάλο ρωσικό πολιτισμό», και την κλοπή της ουκρανικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Για παράδειγμα, μόλις πρόσφατα τα μουσεία παγκοσμίως άρχισαν να αναγνωρίζουν σωστά Ουκρανούς καλλιτέχνες, που προηγουμένως παρουσιάζονταν από τη Μοσχοβία ως Ρώσοι. Εκατοντάδες χιλιάδες τεχνουργήματα λεηλατήθηκαν από ουκρανικά μουσεία μετά το 2014.

Ως εκ τούτου, οι έντονες συζητήσεις για τη γλώσσα είναι μια φυσική απάντηση στις ιστορικές προσπάθειες της Μοσχοβίας να καταστείλει οποιαδήποτε αποκατάσταση των δικαιωμάτων της ουκρανικής γλώσσας. Παρά αυτή την ιστορία καταπίεσης, οι Ουκρανοί σταδιακά στρέφονται προς την ουκρανική γλώσσα, και η μεγάλης κλίμακας ρωσική εισβολή επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία.

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι, ανεξαρτήτως γλώσσας ή τοποθεσίας, οι Ουκρανοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία (80%) απορρίπτουν οποιεσδήποτε εδαφικές παραχωρήσεις στη Μοσχοβία. Επιπλέον, οι έρευνες καταδεικνύουν ότι το 85% των Ουκρανών αυτοπροσδιορίζονται κυρίως ως πολίτες της Ουκρανίας, ανεξάρτητα από την περιοχή όπου διαμένουν, την εθνική τους μειονότητα ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό. Αυτό δεν θα ήταν δυνατό σε μια διχασμένη χώρα.

Συνοψίζοντας, η Ουκρανία καλωσορίζει το ενδιαφέρον όλων όσων ευαισθητοποιούνται υπέρ της ανεξαρτησίας της. Ωστόσο, για να είναι οποιαδήποτε προσπάθεια χρήσιμη και να προκύψουν εποικοδομητικές προτάσεις για τον τερματισμό του πολέμου, πρέπει να στηρίζεται σε ορισμένες αρχές. Η επίσημη Ουκρανία θεωρεί ότι αυτός ο στόχος δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Οι διεθνείς παρεμβάσεις, μέχρι σήμερα, παρουσιάζουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της προέλευσης και των προθέσεων της ρωσικής εισβολής. Συνδυάζουν γεγονότα και υποκειμενικές ερμηνείες, προπαγανδίζοντας άθελά τους αφηγήσεις του Κρεμλίνου, κυρίως λόγω άγνοιας της πραγματικής ιστορίας των δύο λαών.

Η Ουκρανία δεν είναι γεωπολιτικό πιόνι ή διαιρεμένο έθνος· είναι μια ανεξάρτητη χώρα που έχει το δικαίωμα να καθορίσει το μέλλον της. Από την ανεξαρτησία της το 1991, η Ουκρανία δεν έχει επιτεθεί σε καμία χώρα. Για τον επιθετικό πόλεμο της Μοσχοβίας δεν υπάρχει καμία δικαιολογία.

Μόνο μια ξεκάθαρη ηθική πυξίδα, ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και η βαθιά κατανόηση της ιστορίας της Ουκρανίας μπορούν να αποτελέσουν τις καθοριστικές αρχές οποιασδήποτε συζήτησης για μια δίκαιη ειρήνη.

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *