Η Iryna Kliuchkovska είναι Διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Εκπαίδευσης, Πολιτισμού και Σχέσεων με τη Διασπορά, Επίτιμη Λειτουργός της Εκπαίδευσης της Ουκρανίας, Επίτιμη Καθηγήτρια του Πολυτεχνείου του Λβιβ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Υποψήφια Καθηγήτρια Παιδαγωγικών Επιστημών, νικήτρια του Βραβείου της Iryna Kalynets για την “Κοινωνική αντίληψη και το Θάρρος στην Υπεράσπιση των Πολιτικών Ιδεωδών”, Επίτιμη Πρέσβειρα του Λβιβ και κάτοχος πολλών κρατικών βραβείων.
Δεν είναι δικός μου πόλεμος, δεν είναι δικός μας πόλεμος. Μπήκε στη ζωή μας βάναυσα και θηριωδώς. Ο εχθρός, από μια φρικτή χώρα που ονομάζεται Ρωσία, παραμόνευε εδώ και 30 χρόνια της ανεξαρτησίας μας. Ετοίμαζε αυτό το ύπουλο σχέδιο εδώ και δεκαετίες, κλέβοντας και δηλητηριάζοντας τη γη μας, εμφυτεύοντας τους πράκτορές της σε όλες τις δυνατές και αδύνατες δομές του κράτους. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας κατάπιε πλάσματα που δεν είχαν ούτε δική τους ιστορία, ούτε δικό τους πολιτισμό, ούτε δική τους επιστήμη, αλλά παρασιτούσαν και ικανοποιούνταν την κληρονομιά της Ουκρανίας. Για αιώνες, απομυζούσαν τη δύναμη, τη νοημοσύνη, το ταλέντο και την ευφυΐα της. Αυτοί, σαν τα Ορκ από τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας του Τζον Τόλκιν, σαν τέρατα που μοιάζουν με ανθρώπους αλλά δεν είναι, εισέβαλαν στην ειρηνική μου γη στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Τη γη που ετοιμαζόταν να υποδεχθεί στους κόλπους της τους σπόρους των μελλοντικών σοδειών την άνοιξη και έτρεφε σχεδόν τον μισό κόσμο, μυρίζοντας εύγευστο ψωμί και ευωδιαστό λάδι. Περίμενε να ανθίσουν οι κήποι και τα παιδιά να πάνε διακοπές.
Το καλοκαίρι του 2023, όταν η γη μου έτρεμε από τους βομβαρδισμούς και πνιγόταν στο αίμα, όταν καίγονταν σχολεία, μαιευτήρια, εργοστάσια και οι γιοι και οι κόρες της Ουκρανίας έδιναν τη ζωή τους στο μέτωπο για να μπορούν οι άλλοι να ξυπνούν το πρωί, να πηγαίνουν στη δουλειά τους και απλώς να αναπνέουν, εγώ μαζί με την κόρη μου θέλαμε να μαζέψουμε τις ψυχικές μας δυνάμεις και να πάμε στο Κανίβ, στον τάφο του Ταράς μας (Ταράς Σεβτσένκο – Σημείωμα της μεταφρ.).
Η μέρα ήταν αίθρια. Επιλέξαμε τη διαδρομή μέσω του Obukhiv και του Kaharlyk. Ο δρόμος μας υποδέχτηκε με ηλιοφάνεια, γαλάζιο καλοκαιρινό ουρανό και μια πανδαισία πρασίνου. Κοίταζα και δεν μπορούσα παρά να θαυμάσω τη φύση, η οποία άνοιγε όλο και πιο πολυτελώς μπροστά μας με χωράφια με ηλίανθους και καλαμπόκια, οπωρώνες και κήπους στην αυλή, νοικοκυρεμένα αγροτικά σπιτάκια και, φυσικά, με αγάπη φυτεμένα λουλούδια. Κατά διαστήματα, οι λεύκες ξεπρόβαλλαν στα λιβάδια, ακριβώς όπως στο ποίημα του Σεβτσένκο – «στέκονται σαν φρουροί, μιλούν στο λιβάδι». Διασχίζαμε αυτή την ειρηνική ομορφιά και δε θέλαμε να πιστέψουμε ότι κάπου εκεί πυροβολούν, σκάνε βόμβες, και ότι κάπου πεθαίνουν και υποφέρουν δικοί μας άνθρωποι. Αρνούμαστε την ιδέα ότι κι εδώ, ανάμεσα σε αυτά τα εύφορα εδάφη, θα μπορούσε ξαφνικά να ηχήσει σειρήνα και σε αυτόν τον ήρεμο γαλάζιο ουρανό να περάσει πύραυλος, φέρνοντας θάνατο, καταστροφή, πόνο.
Συνεχίζαμε να πηγαίνουμε. Στα χωριά, συναντούσαμε αυτοσχέδιες υπαίθριες λαϊκές αγορές. Πίσω από τους πάγκους, καλαίσθητες χωριατοπούλες, τυλιγμένες με λευκές μαντίλες, πουλούσαν τα προϊόντα τους – ζουμερές ντομάτες, κρεμμύδια, πατάτες. «Ω, πάρτε αυτά τα κολοκυθάκια. Είναι τόσο φρέσκα, τόσο φρέσκα», έλεγαν, επαινώντας τα λαχανικά και τα φρούτα που είχαν καλλιεργήσει με σκληρή δουλειά. Το μαρτυρούσαν τα σκασμένα μαύρα τους χέρια. Τα μάτια τους έλαμπαν από καλοσύνη και ζεστασιά, όπως τα ηλιοτρόπια που είχαν τόσο άφθονα φυτρώσει αυτό το καλοκαίρι στη γη που διψούσε για ειρήνη, ηρεμία και εργατικά χέρια που θα την άγγιζαν με αγάπη.
Ορίστε και το Kaniv, με τις κουρασμένες από το καλοκαίρι οδούς, τους σκονισμένους δρόμους και τη λάμψη των τρούλλων των εκκλησιών. Η αγωνία του δεύτερου έτους του πολέμου είναι περισσότερο αισθητή στην πόλη. Τον θυμίζουν οι σκαντζόχοιροι (το απλούστερο αντιαρματικό φράγμα με τη μορφή τρισδιάστατων εξακτινωτών αστεριών από μέταλλο. Αυτό το αμυντικό μέτρο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τσεχογερμανικά σύνορα πριν από το 1938 – Σημείωμα της μεταφρ.) στην άκρη του δρόμου και τα απομεινάρια των σημείων ελέγχου που σημάδευαν σχεδόν κάθε χιλιόμετρο της χώρας τις πρώτες ημέρες της επίθεσης του εχθρού. Ανεβαίνουμε τον στενό ασφαλτοστρωμένο δρόμο προς τον λόφο της Chernecha. Είναι σαν να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Αφήνουμε πίσω μας τις ανησυχίες, τις έγνοιες και τη φασαρία. Πηγαίνουμε στον τόπο που αναπαύεται ο Τάρας. Και από εκεί – Θεέ και Κύριε, τι μεγαλείο ανοίγεται! Ο Δνείπερος, τόπος που αποπνέει ελευθερία. Αμέσως συνειδητοποιείς ότι αυτό το τοπίο είναι τόσο δικό σου, τόσο πολύτιμο – μέχρι τον πόνο στην καρδιά σου. Καταλαβαίνεις γιατί κανείς δεν υποχώρησε εκείνες τις τρομερές πρώτες ημέρες και εβδομάδες της ρωσικής επίθεσης στις 24 Φεβρουαρίου. Κανείς δεν υποχώρησε και δεν πρόκειται να υποχωρήσει.
Εκεί, στον λόφο του Σεβτσένκο, σαν καλειδοσκόπιο πέρασαν μπροστά από τα μάτια μας οι εικόνες της επίθεσης στην ειρηνική και φιλική προς όλους χώρα μας. Μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν πιστεύαμε ότι οι Ρώσοι θα το έκαναν. Εκείνους τους πρώτους μήνες του εικοστού δεύτερου έτους, η ατμόσφαιρα βάραινε μέρα με τη μέρα. Και δεν το πιστεύαμε! Όπως ακριβώς και το 2014, όταν τα «μικρά πράσινα ανθρωπάκια» μπήκαν ύπουλα στην Κριμαία και την έκλεψαν. Και εμείς – ανυπεράσπιστοι, χωρίς στρατό, χωρίς όπλα, εξαντλημένοι από τα γεγονότα στο Μαϊντάν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης της Αξιοπρέπειας, πενθώντας τους πολεμιστές της “Αθάνατης εκατοντάδας” μας (Η “Ουράνια (με έννοια Αθάνατη) Εκατοντάντα” είναι μια συλλογική ονομασία στην Ουκρανία για τους πρώτους πεσόντες διαδηλωτές που συμμετείχαν άμεσα στην ιδέα και τις δράσεις του Euromaidan (Επανάσταση της Αξιοπρέπειας) τον Δεκέμβριο του 2013 – Φεβρουάριο του 2014 — Σημείωμα μεταφρ.), αμυνθήκαμε με ξύλινες ασπίδες ως σύμβολα της ανυπότακτης δύναμής μας. Επίσης, υπήρχαν προσαρτημένα τμήματα των περιφερειών Λουχάνσκ και Ντονέτσκ, σχηματίστηκαν μονάδες των εθελοντών μας, των ιπποτών μας, οι οποίοι, με τις ίδιες ασπίδες, γυμνοί και ξυπόλητοι, πήγαν να υπερασπιστούν την κατεστραμμένη, λεηλατημένη Ουκρανία. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που δεν ήθελαν να ζήσουν κάτω από τη Ρωσία έσπευσαν στα δυτικά και στο κέντρο της Ουκρανίας, αναζητώντας σωτηρία.
Από τα τέλη του 2021, μας έλεγαν ότι εκατό χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες βρίσκονται ήδη στα σύνορά μας, ότι φέρνουν τανκς, πεζικό και πυροβολικό. Και ακόμα δεν το πιστεύαμε! Διότι πώς είναι δυνατόν; Υπάρχουν διεθνείς εγγυήσεις ασφαλείας! Πρόκειται για τη γειτονική μας χώρα, τη γλώσσα της οποίας μιλούν σχεδόν οι μισοί Ουκρανοί! «Ο κόσμος δε θα το επιτρέψει, ο κόσμος δε θα το δεχτεί», λέγαμε. Θυμάμαι πως μια εβδομάδα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος πλήρους κλίμακας, το Ινστιτούτο μας πραγματοποίησε μια σύσκεψη με το Παγκόσμιο Κογκρέσο των Ουκρανών. Προετοιμάζαμε από κοινού μια μεγάλη εκδήλωση που θα γινόταν την Ημέρα της Ανεξαρτησίας στο Κίεβο. «Μήπως δεν πρέπει να κάνουμε τη συνάντηση;», ρώτησαν δειλά οι εταίροι μας από τον Καναδά και την Αυστραλία. «Γιατί;», αναρωτηθήκαμε ειλικρινά και μπορούσαμε να δούμε μόνο τα ανήσυχα μάτια τους στις οθόνες. Ήξεραν ήδη τα πάντα. Και εμείς εξακολουθούσαμε να μην το πιστεύουμε – παρόλο που τα μέσα ενημέρωσης μας καλούσαν να ετοιμάσουμε τσάντες έκτακτης ανάγκης, μας συμβούλευαν για τα απαραίτητα που πρέπει να βάλουμε μαζί με τα έγγραφά μας, μας έλεγαν για τους κανόνες συμπεριφοράς όταν ηχούν οι σειρήνες και για την ανάγκη να μάθουμε πώς να παρέχουμε τις πρώτες βοήθειες. Πόσο αφελείς ήμασταν. Η ζωή μας δίδαξε για άλλη μια φορά ότι το ατιμώρητο κακό αργά ή γρήγορα θα ξυπνήσει. Είναι σαν ένα ζώο που μυρίστηκε αίμα και δεν μπορεί πια να σταματήσει. Έτσι και η Ρωσία, που επί αιώνες μας βασάνιζε, μας λήστευε και μας λιμοκτονούσε, δε θα μπορέσει να συγκρατηθεί.
Τη νύχτα της 24ης Φεβρουαρίου, ξύπνησα πριν από τις πέντε το πρωί. Από συνήθεια, κοίταξα το τηλέφωνό μου, τις ειδήσεις. Ήταν σαν παγωμένο νερό: πόλεμος! Σφυριά χτυπούσαν στο κεφάλι μου – πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος. Ψυχολογικά, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι έτοιμος γι’ αυτό, όπως δεν μπορεί να είναι έτοιμος για το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Γιατί ο πόλεμος είναι φρίκη, καταστροφή, πόνος. Δεν υπήρχε πανικός, μόνο φόβος. Για την οικογένειά μου, τους φίλους μου, τα παιδιά και τα εγγόνια μου, για τη μητέρα μου, η οποία ήταν 93 ετών και επέζησε της καταπίεσης, των βασανιστηρίων και στη συνέχεια της απώλειας του πατέρα της, του αδελφού της και της απέλασης στο Καζακστάν το 1940. Σε γενετικό επίπεδο, είχα μέσα μου αυτόν τον φόβο για τους Ρώσους. Αυτός (ο φόβος) γεννήθηκε όταν ήμουν παιδί ακόμα και άκουγα τις ατελείωτες ιστορίες της γιαγιάς και της μητέρας μου για την απέλασή τους στο Καζακστάν, τη ζωή τους σε σκαμνιά, την πείνα, τη σύλληψη του γιου της γιαγιάς και την ισόβια εξορία σε ορυχεία χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας. Αυτές δεν ήταν ιστορίες από βιβλία, αλλά η πραγματική ιστορία μιας μεγάλης οικογένειας, από την οποία επέζησαν μόνο δύο – η γιαγιά μου και η μητέρα μου. Μόνο όταν μεγάλωσα συνειδητοποίησα ότι εκατομμύρια Ουκρανοί ήταν «εχθροί του λαού» όπως η οικογένειά μου. Ο παππούς μου, μέλος της OUN (της Οργάνωσης των Ουκρανών Εθνικιστών – Σημείωμα της μεταφρ.), τον οποίο δεν είχα την τύχη να γνωρίσω, έλεγε: «Πώς μπορώ να εγκαταλείψω την Ουκρανία;». Και δεν το έκανε.
Ως εκ τούτου, και μόνο η σκέψη ότι θα μπορούσαν να εισέλθουν στη γη μου, στην πόλη μου, προκαλούσε σχεδόν κρίσεις πανικού.
Κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, κοιμόμασταν με τα ρούχα μας, φοβόμασταν τις σειρήνες, δεν ξέραμε πού να τρέξουμε και πού να κρυφτούμε. Είχαμε πάντα μαζί μας ένα σακίδιο έκτακτης ανάγκης. Οι μητέρες άρπαζαν τα παιδιά τους μέσα στη νύχτα και έτρεχαν στα καταφύγια. Η μητέρα μου κι εγώ μείναμε στο σπίτι, γιατί δεν υπήρχαν καταφύγια κοντά. Στα παλιά σπίτια δε, τα υπόγεια ήταν τόσο άσχημα που ήταν καλύτερα να μην πάμε εκεί (Το Λβιβ ιδρύθηκε περίπου το 1231-1235 (η πρώτη αναφορά είναι από το 1256). Το ιστορικό κέντρο του Λβιβ είναι μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Η πόλη διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό αρχιτεκτονικών μνημείων στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων κτιρίων που χρονολογούνται από τον 13ο και 14ο αιώνα. Πολλά κτίρια του προπερασμενου αιώνα κατοικούνται, αλλά τα υπόγειά τους δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σήμερα ως καταφύγια κατά των βομβαρδισμών – Σημείωμα μεταφρ.). Τελικά, ήταν ανέφικτο να σύρουμε οπουδήποτε τη μητέρα μου, η οποία μόλις και μετά βίας περπατούσε. Το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να τη μεταφέρω στο μπάνιο. Αλλά αργότερα μου είπαν ότι αυτό δεν ήταν η καλύτερη ιδέα, επειδή κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών τα πλακάκια σκάνε και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος τραυματισμού. Δεν μπορούσαμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε τον κανόνα των δύο τοίχων, επειδή το διαμέρισμά μας δεν διαθέτει τέτοιες δυνατότητες.
Σε μια στιγμή, η πόλη μου μετατράπηκε σε ένα μεγάλο καζάνι, όπου αναμείχθηκαν οι κάτοικοι του Λβιβ με εκατοντάδες χιλιάδες από εκείνους που δραπέτευσαν από τον πόλεμο για να σώσουν τις ζωές τους. Με μικρά δέματα ή χωρίς, με παιδιά, με ηλικιωμένους, τρομαγμένοι, πεινασμένοι, κουρασμένοι – οι πρόσφυγες γέμισαν τον σταθμό, τους δρόμους, όλους τους δυνατούς χώρους – γυμναστήρια, παιδικούς σταθμούς, κοιτώνες. Η ροή τους έμοιαζε να μη σταματήσει ποτέ. Οι περισσότεροι από αυτούς θα προχωρήσουν δυτικότερα, σε ευρωπαϊκές χώρες. Και μόλις 70 χιλιόμετρα από το κέντρο του Λβιβ, έχοντας περάσει τα σύνορα, θα μπορέσουν να αναπνεύσουν με ανακούφιση, γνωρίζοντας ότι οι οικογένειές τους δεν απειλούνται από ρουκέτες, βόμβες ή πυρά πυροβολικού.
Μπορούμε να αναφερθούμε σε στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των προσφύγων, τα κατεστραμμένα σπίτια, τα σχολεία, τους παιδικούς σταθμούς και τις ναρκοθετημένες περιοχές. Αλλά κανένας αριθμός δεν μπορεί να μεταφέρει τη φρίκη, τον φόβο, την αγωνία – τα συναισθήματα που βιώνει ένας άνθρωπος σε περίοδο πολέμου. Ακόμα και αν βρίσκεσαι μακριά από τις μάχες, ακόμα και αν δεν ακούς ή δε βλέπεις εκρήξεις ρουκετών, σπίτια που διπλώνονται σαν χαρτιά, τεράστιες καταβόθρες, πυρκαγιές – ζεις συνεχώς σε μια κατάσταση άγχους. Και κατά καιρούς, όταν ακούγονται σειρήνες και πύραυλοι ή μη επανδρωμένα αεροσκάφη πετούν πάνω από το κεφάλι σου, σε κυριεύει ένας ζωώδης φόβος που δύσκολα ξεπερνιέται, και δεν μπορείς παρά να προσεύχεσαι και να ζητάς από τον Κύριο: αν πετύχει το σπίτι σου, καλύτερα νεκρός παρά σακατεμένος.
Μια μέρα την άνοιξη του 2022, είχα την απροσεξία να βγω έξω για να πάω στη δουλειά κατά τη διάρκεια του συναγερμού. Όλα φαίνονταν ήρεμα στο Λβιβ. Μια όμορφη, ωραία μέρα, τα πουλιά κελαηδούσαν στους ήσυχους δρόμους της πόλης μου. Και ξαφνικά ακούω έναν παράξενο ήχο που δε θα έπρεπε να υπάρχει (τα αεροπλάνα είχαν σταματήσει να πετούν εδώ και καιρό). Αυτός ο ήχος με στοίχειωνε, γινόταν όλο και πιο δυνατός. Και ξαφνικά βλέπω έναν πύραυλο ψηλά πάνω από το κεφάλι μου. Έναν, μετά άλλον έναν. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν κοντά πάγωσαν στην αρχή, μετά άρχισαν να τρέχουν, ψάχνοντας για καταφύγιο. Αλλά δεν υπήρχε κανένα! Όλες οι πόρτες των σπιτιών ήταν κλειδωμένες με κλειδαριές συνδυασμού. Έτρεξα στο πρώτο μέρος που μπόρεσα να βρω όπου με άφησαν να μπω – ήταν ένα σαλόνι ομορφιάς με μια τεράστια γυάλινη βιτρίνα. Τώρα πλέον, στον τρίτο χρόνο του πολέμου, έχουμε μάθει ότι πρέπει να κρυβόμαστε μακριά από το γυαλί, γιατί μπορεί να σε τραυματίσει σοβαρά.
Και τότε πράγματι έγιναν εκρήξεις στο Λβιβ και ο μαύρος, δυσοίωνος καπνός έδειξε ότι ο εχθρός έπληξε. Ήταν ένα πρατήριο εξυπηρέτησης αυτοκινήτων. Υπήρχαν νεκροί και τραυματίες πολίτες, και έγιναν πολλές καταστροφές. Ναι, είναι αμαρτία να παραπονιέται κανείς εδώ στο Λβιβ, έχουμε μια πολύ πιο ήρεμη ζωή από ό,τι στην κόλαση της νότιας και ανατολικής Ουκρανίας. Αλλά ο πόλεμος δεν σε αφήνει, το άγχος σε κρατάει ασφυκτικά, και ο ύπνος σου διακόπτεται σχεδόν κάθε ώρα, επειδή τα κανάλια του telegram χτυπούν στο τηλέφωνο, αναγγέλλοντας επιθέσεις στο Κίεβο, όπου ζει το παιδί μου, στο Χάρκοβο, στη Χερσώνα, στην Οδησσό, στο Μικολάϊβ, στο Ντνίπρο, στο Ζαπορίζια… Από τους πυραύλους που εκτοξεύει η Ρωσία κατά δεκάδες ή και εκατοντάδες, υποφέρει όλη η Ουκρανία, λιγότερο ίσως στην Τρανσκαρπάθεια. Και δεν μπορείς να ζήσεις ειρηνικά, αποστασιοποιημένος από τις αναφορές για τις συνέπειες τέτοιων επιθέσεων, για ανάπηρα και φοβισμένα παιδιά, για ανθρώπους παγιδευμένους στα συντρίμμια, για Ουκρανούς που ξαφνικά βρίσκονται άστεγοι, που χάνουν όλα όσα έχουν αποκτήσει σε όλη τους τη ζωή με πολύ κόπο, για παιδιά που πεθαίνουν μπροστά στα μάτια των γονιών τους… Έρχεσαι σε μια πολύ ξεκάθαρη συνειδητοποίηση ότι η μέρα σου μπορεί να είναι η τελευταία σου.
Για μένα, προσωπικά, ο πρώτος χρόνος του πολέμου ήταν ο χειρότερος. Ο φόβος να μείνουμε χωρίς τρόφιμα και φάρμακα άδειασε τα ράφια των καταστημάτων και των φαρμακείων από την αρχή της εισβολής. Όσοι θυμούνται το σοβιετικό σύστημα, είχαν την εντύπωση ότι επιστρέψαμε πάλι εκεί. Υπήρχαν μεγάλες ουρές για ψωμί. Έτρεχα κι εγώ η ίδια στα φαρμακεία, μαζεύοντας τα απαραίτητα φάρμακα για τη μητέρα μου, γιατί δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς αυτά. Οι συνεχείς διακοπές ρεύματος και, κατά συνέπεια, η έλλειψη θέρμανσης μας οδήγησαν στην κατάθλιψη. Ειδικά τα κρύα φθινοπωρινά και μακρά χειμωνιάτικα βράδια. Ήταν αργότερα που οι άνθρωποι προσαρμόστηκαν και προμηθεύτηκαν όλα τα είδη φωτισμού, γεννήτριες και οικολογικές ροές. Μάθαμε τα ονόματα των όπλων: τα πρώτα Javelin (Medium Antiarmor Weapon System) και τα μπαϊρακτάρ ήταν για εμάς προάγγελοι μελλοντικής νίκης, γνωρίζουμε για τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη κρούσης – drones, τα αντιαεροπορικά, τα κατευθυνόμενα, τους πυραύλους κρουζ και τα βαλλιστικά “Kinzhal”. Όταν ακούμε για απογείωση των MiGs από τα αεροδρόμια Mozdok ή Savasleyka, ελπίζουμε ότι πρόκειται για εκπαιδευτικές πτήσεις. Μπορούμε να καταλάβουμε από τον ήχο πότε πετούν μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πότε πύραυλοι. Έχουμε βιώσει τι σημαίνει πλήρες μπλακ άουτ, όταν σε σκεπάζει απόλυτο σκοτάδι, η επικοινωνία έχει διακοπεί και δεν ξέρεις τι συμβαίνει στα παιδιά σου. Όταν περπατάς σε έναν χιονισμένο δρόμο και φωτίζουν μόνο οι προβολείς των αυτοκινήτων. Δεν μπορείς να ανοίξεις την πόρτα του διαμερίσματος γιατί δεν μπορείς να δεις πού να βάλεις το κλειδί. Όταν αρπάζεις το σταθερό τηλέφωνο για να ακούσεις τις φωνές των αγαπημένων σου προσώπων. Όταν πετάγεσαι έξω από το σπίτι γιατί δεν αντέχεις να είσαι μόνος χωρίς φως, επικοινωνία και σε απόλυτο σκοτάδι, τρέχεις σε μια φίλη με έναν φακό μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους για να περάσεις τη νύχτα στο σπίτι της για να μπορείς να ανταλλάξεις με κάποιον τουλάχιστον δύο λέξεις.
Ποτέ δεν έμαθα να ελέγχω τον φόβο μου, να συγκρατώ την καρδιά μου που χτυπάει σαν να προσπαθεί να δραπετεύσει από το στήθος μου. Θυμάμαι πως χειρουργήθηκα στο Κίεβο τον Ιανουάριο του 2023 με τις σειρήνες να ηχούν ασταμάτητα, και μετά έπρεπε να φτάσουμε στο διαμέρισμα της κόρης μου στον ένατο όροφο, να προλάβουμε να μπούμε στον ανελκυστήρα πριν κοπεί το ρεύμα και να προσευχηθούμε στον Θεό να μην εγκλωβιστουμε εκεί.
Κατά τη διάρκεια αυτών των δύσκολων ημερών, τα τηλεφωνήματα από φίλους από όλο τον κόσμο για τους οποίους δουλεύαμε ήταν ιδιαίτερα σημαντικά. Και η απουσία τους ήταν μια τεράστια απογοήτευση, πόνος και αίσθημα ντροπής για μένα μπροστά στους συναδέλφους μου. Η σιωπή των συνεργατών που δεν μπηκαν καν στον κόπο να προσφέρουν μια απλή ανθρώπινη λέξη υποστήριξης (πόσο μάλλον συγκεκριμένη βοήθεια για την ομάδα μου) ήταν στην πραγματικότητα μια υποτίμηση της δουλειάς που κάναμε με όλη μας την καρδιά. Εξάλλου, οταν εκτιμούμε και σεβόμαστε κάποιον, νοιαζόμαστε για το τι του συμβαίνει σε μια δύσκολη στιγμή. Η Ουκρανία δεν είναι μόνο αξιωματούχοι σε υψηλά προεδρικά ή υπουργικά αξιώματα, αλλά και απλοί άνθρωποι που συναντήθηκαν στον δρόμο σας και τώρα βρέθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Και σε τέτοιες στιγμές, μια εύστοχη λέξη υποστήριξης μπορεί να έχει θεραπευτικό αποτέλεσμα. Αλλά το έχουμε ξεπεράσει και συνεχίζουμε να δουλεύουμε.
Ο πόλεμος είναι μια εποχή που γίνεσαι εθισμένος στις ειδήσεις. Είναι σαν ναρκωτικά, σε αναγκάζουν να τα διαβάζεις, να τα ακούς και να συμπάσχεις με αυτούς που βρίσκονται σε μεγάλη αγωνία και κίνδυνο. Όταν κάθε θάνατο τον νιώθεις βαθιά και οδυνηρά, γονατίζεις μπροστά στα φέρετρα των νέων, όμορφων παιδιών της Ουκρανίας, που σαν βάρκες ταξιδεύουν στον ουρανό μέσα στη θάλασσα των ανθρώπων. Βλέπεις: αυτοί είναι, οι θαρραλέοι, που πέθαναν επειδή υπερασπίζονταν εσένα και τους αγαπημένους σου. Και αυτή η σκέψη γίνεται αφόρητα οδυνηρή. Και μετά πηγαίνεις στο Πεδίο του Άρη, όπου τους θάβουν, και κάθε μέρα το βλέπεις να μεγαλώνει, να απλώνεται, να απορροφά όλο και περισσότερα από τα άνθη του έθνους μας. Δεν μπορείς ποτέ να απαλλαγείς από την ερώτηση που δεν έχει απάντηση: «Θεέ μου, για ποιο λόγο, γιατί;».
2024. Λβιβ
Μετάφραση της Γαλήνης Μασλιούκ.