Απόσπασμα από το διήγημα «Το DNA των Αγγέλων» που περιλαμβάνεται στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων της Βαλεντίνα Άκσι (μτφρ. Ελένη Κατσιώλη).
Εκδόσεις Βακχικόν 2023.
ΤΟ DNA ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ1Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
Η Βαλεντίνα Άκσι (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Βαλεντίνα Ακσεμίτιεβα) είναι βραβευμένη Ουκρανή συγγραφέας, γεννημένη στην Κριμαία, με πάνω από δύο δεκαετίες ζωής στο Κίεβο. Το έργο της περιλαμβάνει διηγήματα, μυθιστορήματα και αρθρογραφία σε γυναικεία περιοδικά.
Το στυλ της χαρακτηρίζεται από ζωντάνια, χιούμορ και συναισθηματική ειλικρίνεια, δημιουργώντας ιστορίες που αγγίζουν τους αναγνώστες σε πολλά επίπεδα. Δεν διστάζει να εξερευνήσει τις ανθρώπινες συγκινήσεις, είτε προκαλούν δάκρυα είτε γέλια, και αποδέχεται ότι η γραφή της μπορεί να μην είναι για όλους, χωρίς αυτό να περιορίζει τη δημιουργικότητά της.
Το 2020 τιμήθηκε με το Βραβείο Βολοσίν για το μυθιστόρημά της 21 ½ Casino-Stories, ενώ το 2018 ανακηρύχθηκε «Συγγραφέας της Χρονιάς» από το λογοτεχνικό περιοδικό Rainbow. Τα έργα της έχουν συμπεριληφθεί στις λίστες του Διεθνούς Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ισαάκ Μπάμπελ, με πιο γνωστά τα διηγήματα “Γκρι-γαλάζια μάτια”, “Το αγόρι στην άλλη όχθη” και “Το DNA των Αγγέλων”.
Η συλλογή διηγημάτων “Το DNA των Αγγέλων” αποτελεί την πρώτη της έκδοση στα ελληνικά, μεταφρασμένη από την Ελένη Κατσιώλη και εκδοθείσα από τις Εκδόσεις Βακχικόν.
Σε συνέντευξή της στο Bookpress (27 Ιουνίου 2023), δήλωσε:
“Ίσως η γραφή είναι ένας τρόπος να αισθάνομαι τον κόσμο γύρω μου. Αισθάνομαι – γράφω. Και τώρα που ο κόσμος είναι σε αναταραχή, αυτό αποτυπώνεται στις νέες μου ιστορίες. Πιστεύω ότι σύντομα η Ουκρανία θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, και θα ακολουθήσουν νέες ιστορίες”.
Αφιερώνεται στον Μ.Κ.
Aπεχθάνομαι τα ηλιοτρόπια. Πόσο μα πόσο τα σιχαίνομαι εδώ και τέσσερα χρόνια. Τα ονειρεύομαι σχεδόν κάθε βράδυ, ενώ και στη διάρκεια της μέρας στέκονται μπροστά στα μάτια μου, δεν φεύγουν. Στριφογυρίζω, τρέχω ανάμεσα σε αυτά τα μισητά λουλούδια, οι τραχείς μίσχοι τους μου γρατσουνίζουν ενοχλητικά τα χέρια και τα πόδια. Προσπαθώ να προλάβω τον Σλάβικ μου, αλλά δεν γυρίζει καν, σαν να μη με ακούει, περπατάει με μεγάλα βήματα, σπρώχνοντας με τους φαρδιούς του ώμους τους ψηλούς μίσχους και εξαφανίζεται κάτω από τα κίτρινα δισκάκια.
Σκοντάφτω, πέφτω, αλλά δεν σταματάω να φωνάζω πίσω του: «Σλα-ά-βικ!». Και οι ηλίανθοι, σαν να είναι ζωντανοί, στριμώχνονται ο ένας πάνω στον άλλο όλο και πιο σφιχτά, έτσι που πια δεν μπορώ να χωθώ μέσα σε αυτόν τον φράχτη των μίσχων. Και βλέπω την κορυφή του κεφαλιού του άντρα μου κάτω από τα αιωρούμενα κίτρινα καλαθάκια, όλο και πιο μακριά…
Φέτος, την πρώτη Σεπτεμβρίου, ένας μαθητής της πρώτης τάξης μού έφερε ένα μπουκέτο τεχνητά ηλιοτρόπια. Κλείστηκα, λοιπόν, στην τουαλέτα των δασκάλων και έκλαιγα σε όλο το πρώτο διάλειμμα, τσαλαπατώντας τα πέταλα.
Επιπλέον, έπρεπε να παρκάρω κοντά στο χωράφι με τα ηλιοτρόπια. Μέχρι το σπίτι είναι ακόμα μιάμιση ώρα δρόμος. Πρέπει να σταματήσω, πρέπει όλοι να ξεκουραστούμε, έχουμε ήδη διανύσει τετρακόσια χιλιόμετρα. Για να πιούμε νερό, να φάμε κάτι και να τεντώσουμε τα πόδια μας. Τουλάχιστον εδώ είναι καλύτερα. Πιο πέρα, στην άκρη του δρόμου, υπάρχουν μόνο χαράδρες και αγκαθωτοί θάμνοι, δεν θα μπορέσουμε να καθίσουμε.
«Μανούλα, μην ανησυχείς! Όλα θα πάνε καλά». Αυτό άρεσε στον Σλάβικ να μου επαναλαμβάνει μόλις άρχιζα να νευριάζω για κάποιο σπασμένο φλιτζάνι ή για την ισοτιμία του δολαρίου. Και τον δέκατο τρίτο χρόνο που το δολάριο εκτινάχθηκε από τα οκτώ στα δεκατρία και μετά στα τριάντα, δεν με χώραγε ο τόπος. Έπειτα από κάθε επιδρομή στο σούπερ μάρκετ μοιρολογούσα: «Πώς να περάσω με τούτα τα καπίκια; Μα πώς; Ξέρετε πόσο κάνει το παριζάκι; Οι μισθοί ενός δασκάλου του δημοτικού σχολείου, όπως και του καλουπατζή του χυτηρίου, που είναι ακόμα υψηλοί, δεν συνδέονται με το δολάριο ούτε με την τιμούλα του αλλαντικού». «Μανούλα, μην ανησυχείς!» επαναλάμβανε ο Σλάβικ και με χάιδευε πίσω από το αριστερό αυτί, σαν γάτα. Οι γυναίκες των φίλων είναι «θησαυροί», «γατούλες» και «κουνελάκια», αλλά εγώ ήμουν η «μανούλα» του.
Πριν από το μίσος μου για τα ηλιοτρόπια, είχαμε ζήσει με τον Σλάβικ δώδεκα χρόνια. Όταν τον γνώρισα ήμουν μόλις είκοσι ετών, άγουρη, άπειρη. Υπήρχαν νιάτα, αλλά δεν υπήρχε μυαλό. Θα μπορούσα να έχω συναντήσει έναν γυναικά, έναν τεμπέλη ή απλώς έναν βλάκα. Από καλούς νεαρούς για σπίτι, και όχι για κλαμπ και εστιατόρια, υπάρχει έλλειψη. Και ήμουν τυχερή. Με εκείνον όλα έγιναν ανάμεσά μας εντελώς συνηθισμένα και όχι κινηματογραφικά. Η πόλη είναι μικρή, οι πάντες γνωρίζονται μεταξύ τους. Κάπως έτσι βρεθήκαμε από κοινούς φίλους, συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλον και αρχίσαμε να ζούμε μαζί. Χωρίς κανέναν ρομαντισμό, χωρίς φιλιά το βράδυ, λουλούδια και γλυκά.
Τον αγαπούσα; Μέχρι τους ηλίανθους δεν το σκεφτόμουν. Απλά ζούσα. Ένιωθα καλά μαζί του, ζεστά. Πάντα τον αισθανόμουν σύζυγο, άντρα: Και το σπίτι μας έκτισε με τα χέρια και κουβαλούσε όλα όσα χρειαζόμασταν και μαστόρευε όπου ήταν αναγκαίο. Περνούσαμε καλά, δεν παραπονιέμαι, αν και χωρίς διαμάντια, πάντα υπήρχε ένα κομμάτι κρέας μέσα στη σούπα μας.
«Έχεις άντρα βράχο» έλεγε η γειτόνισσά μας, η Τάνια, σκανάροντάς τον με το ακτινογραφικό της βλέμμα. Εκείνη ήταν τριάντα πέντε χρονών χωρίς σύζυγο, ωστόσο είχε ένα άξιο επάγγελμα – τουλάχιστον ήταν γιατρός. Εγώ δεν ζήλευα τον Σλάβικ. Ένιωθε τόσο ήρεμος στο σπίτι, σαν να τον θεράπευε η μαλθακότητα, εμένα όμως με θύμωνε αυτή η νωχέλεια.
«Να πας στον διευθυντή σου! Άντε πήγαινε! Στον αντικαταστάτη σου, τον Στεπάν, έδωσαν μπόνους και εσύ είσαι σαν ρετάλι» γκρίνιαζα μια δυο φορές τον μήνα.
«Μανούλα, μην ανησυχείς! Όλα θα πάνε καλά» απαντούσε ήρεμα και με χάιδευε πίσω από το αυτί.
Και όλα ήταν καλά, ο Θεός όμως δεν μας έδωσε παιδιά. Πόσο προσευχόμουν, πήγαινα στα μοναστήρια, μια φορά ήμουν στα γόνατα σε τρεις ολονυχτίες, αλλά όλα ήταν μάταια. Στην αρχή μετρούσα τις μέρες, για να πετύχω ακριβώς εκείνη που θα ωρίμαζε το ωάριό μου. Αγόραζα τεστ κάθε μήνα και συνεχώς σκεφτόμουν Να, τώρα. Αυτόν τον μήνα. Αλλά η κενή ταινία του τεστ έλεγε «όχι, όχι αυτήν τη φορά». Στο τέλος, συμβιβάστηκα και σταμάτησα να τρέχω στο φαρμακείο. Τα παιδιά που με περικύκλωναν στο σχολείο ήταν ξένα, όμως ήταν παιδιά. Και η φασαρία τους με αποσπούσε κατά κάποιον τρόπο από τις σκέψεις για τα δικά μου, που δεν μου έδινε ο Θεός. Ακόμα και ο Σλάβικ σταμάτησε να μιλάει γι’ αυτό, είτε επειδή παραιτήθηκε είτε επειδή με λυπόταν, αν και ήξερα ότι ονειρευόταν ένα μωρό, ότι το ήθελε πολύ.
«Μανούλα, μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά».
Και φαινόταν, αν και χωρίς παιδιά, ότι ήταν μια χαρά. Έμαθα ακόμα και να αντιστέκομαι στα διαβρωτικά σχόλια των συναδέλφων μου. Και στον σύλλογο του σχολείου, που ήταν γυναικείος και πρόστυχος, έμαθα να μην αντιδρώ:
«Είναι καταραμένη, φαίνεται».
«Πρέπει να έχει κάνει αμβλώσεις, τριγυρνούσε. Λοιπόν, τώρα τι θέλει;».
«Γιατί πάει στους γιατρούς; Σίγουρα είναι άρρωστη».
Και τότε άρχισαν να φτάνουν κάποια ανησυχητικά νέα από την πρωτεύουσα: Η πλατεία Μαϊντάν βράζει, λάστιχα καίγονται, πετούν πέτρες, ξυλοκοπούν ανθρώπους στους δρόμους, τους οδηγούν στο δάσος. Κάτι δεν μου πάει, αυτά λένε στη δουλειά την ώρα των διαλειμμάτων, αλλά και στο Facebook το διαβάζω, κάνω like στις φωτογραφίες. Είναι μακριά από την αυλή μου. Αλλά ο Σλάβικ άρχισε να κάνει κάποιες περίεργες κουβέντες, σαν να λέει ότι εκεί είναι η θέση του, με τα παιδιά, «ποιος άλλος αν όχι εμείς» και ούτω καθεξής.
Και τότε άρχισε να βράζει μέσα μου το γυναικείο πνεύμα. «Σκέφτηκες κάτι; Ξέχασες κάτι εκεί; Χρειάζομαι έναν σύζυγο στο σπίτι. Εδώ τα μπουριά της κουζίνας είναι παλιά, έρχεται Δεκέμβρης και η θέρμανση κάνει διακοπές. Και τι θα έλεγες για τη δουλειά; Φεύγεις και καμιά δεκαριά θέλουν να πάρουν τη θέση σου. Και μετά πού θα πας; Στο ταμείο ανεργίας; Και την άνοιξη θα πρέπει να αντικαταστήσουμε τον φράχτη! Το ξέχασες;».
Ο Σλάβικ με άκουσε προσεκτικά και άφησε την ιδέα του «Μαϊντάν», τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε τότε. Και την άνοιξη άρχισαν να έρχονται πιο καυτές ειδήσεις από την Ανατολή. Και ο άντρας μου άρχισε και πάλι να γίνεται νευρικός.
«Γιατί καλούν στον στρατό παιδαρέλια;» αντέδρασε στην πρόσκληση που έστειλε το στρατολογικό γραφείο στον ανιψιό μας, τον γιο της μεγαλύτερης αδερφής μου, της Νατάσκας. «Έκανα στρατιωτική θητεία, κράτησα όπλα και έχω κάπως περισσότερο μυαλό, τα τριάντα τέσσερα δεν είναι δεκαεννιά».
Αλλά δεν ανησυχούσα πολύ. Εδώ σε εμάς έχει ησυχία. Ο μισθός στο σχολείο πληρώνεται κανονικά. Με τους μαθητές της πρώτης τάξης, υπάρχει λιγότερη ταλαιπωρία – σε μισό χρόνο συνήθισαν την πειθαρχία κι εμένα, ηρέμησαν και οι γονείς, ενώ στην αρχή όλες οι μαμάδες και οι μπαμπάδες είναι υπερενεργητικοί, ανησυχούν για το παιδί και ταλαιπωρούν τον δάσκαλο.
Έχω ήδη προγραμματίσει τι λουλούδια θα φυτέψω στην αυλή την άνοιξη, θα ήθελα να έχω τις τουλίπες μου, τις γλαδιόλες. Η γειτόνισσα, η Τάνκα, υποσχέθηκε να μου δώσει καλά σπορόφυτα που θα αναπτυχθούν σε δυνατά αγγούρια και θα είναι ιδανικά για τουρσί.
«Με πατατούλες, όπως σου αρέσει, χμμμ» δελέασα τον Σλάβικ. Του άρεσαν τα αγγουράκια τουρσί, όχι όμως με βότκα. Δεν την προτιμούσε, σπάνια έπινε ένα ποτήρι κρασί για την παρέα και αυτό ήταν όλο.
Μια μέρα που βλέπαμε στην τηλεόραση ειδήσεις από την πρωτεύουσα –τη νέα κυβέρνηση, τη λεωφόρο Κρεσάτικ γεμάτη λουλούδια και λαμπάδες και ένα κτίριο που είχε καεί ακριβώς μπροστά από την πλατεία Μαϊντάν – ο Σλάβικ, χωρίς λόγο, για πρώτη φορά στα τελευταία δύο χρόνια, πρόφερε με θλίψη «Τι κρίμα, μανούλα, που δεν τα καταφέραμε να κάνουμε παιδιά».
«Ναι… Αλλά δεν είναι αργά, Σλάβικ. Είμαι μόνο τριάντα δύο χρονών» του απάντησα. Κάποια σταγόνα ελπίδας ζούσε ακόμα μέσα μου. Ήδη σκεφτόμουν μήπως να εξοικονομήσουμε χρήματα για εξωσωματική γονιμοποίηση και μάλιστα συμβουλεύτηκα τη γειτόνισσά μου, την Τάνια, που είναι η παθολόγος της περιοχής. Είπε ότι τώρα δεν είναι τόσο ακριβά και για την ηλικία μου είναι εντελώς πραγματοποιήσιμο. Σήμερα γεννούν και στα πενήντα. Δεν έχω μοιραστεί ακόμα αυτή την ιδέα με τον Σλάβικ, μόνη μου το σκέφτηκα.
Ο Μάρτιος ήρθε ζεστός. Ήδη έχω κάνει σχέδια για το πού και τι θα φυτέψω, τα βράδια προσπαθούσα να το συζητήσω με τον άντρα μου, αλλά αυτός από τον περασμένο μήνα ήταν γενικά αφηρημένος. Πήρε το σακίδιο που χρησιμοποιούσε κάποτε από τη σοφίτα. Τον ρώτησα «γιατί;» τρεις φορές μέχρι να με ακούσει. Κούνησε το χέρι σαν να έλεγε «άσ’ το, απλώς τακτοποιώ τα παλιά».
«Εντάξει, τακτοποίησέ τα» κούνησα κι εγώ το χέρι και πήγα να ελέγξω τα τετράδια των μαθητών της πρώτης δημοτικού, αλλά κατά κάποιον τρόπο ένιωσα ρίγος και ανέβασα τη θερμοκρασία του καλοριφέρ. Ευτυχώς που ο Σλάβικ είχε φτιάξει καλή θέρμανση στο σπίτι, απλώς πατούσες ένα κουμπί και ζέσταινε.
Μια εβδομάδα αργότερα, ενώ καθόμουν στην άδεια τάξη των μαθητών της πρώτης που έκαναν γυμναστική, μου τηλεφώνησε ο Σλάβικ. Ποτέ δεν με έπαιρνε όταν ήμουν στο σχολείο, ξέρει ότι σπάνια μπορώ να μιλήσω.
«Μανούλα, θα έρθω τώρα από εκεί για δύο λεπτά». Και έκλεισε το τηλέφωνο. Τα έχασα, είχαν κιόλας σκοτεινιάσει τα μάτια μου, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, σαν να είχε χαθεί στη στιγμή όλο το οξυγόνο από την τάξη. Ήθελα να σηκωθώ από το γραφείο, να ανοίξω τον φεγγίτη, αλλά δεν μπορούσα. Η καρδιά μου βούλιαξε, έγινε σαν τσακισμένο φύλλο τετραδίου. Ένιωσα ότι κάτι συνέβη, κάτι που πλέον δεν μπορώ να το αλλάξω, δεν μπορώ να το αποτρέψω.
Η πόρτα άνοιξε. Ο Σλάβικ κοίταξε και είδε ότι ήμουν μόνη. «Μανούλα…».
Είμαι καθισμένη και τον κοιτάζω, δεν μπορώ να βγάλω λέξη. Στέκεται, με τους φαρδιούς του ώμους κλείνοντας το πέρασμα: χωρίς καπέλο, με μπουφάν ξεκούμπωτο, με σακίδιο στα χέρια, αυτό το παλιό από τη σοφίτα. Με κοιτάζει σκανταλιάρικα, σαν τα πρωτάκια μου, όταν έχουν κάνει καμιά αταξία, με ένα πονηρό χαμόγελο από το ένα αυτί στο άλλο. Χαρούμενος, ευτυχισμένος, αλλά εγώ τρομάζω από αυτή την ευθυμία, τρομοκρατούμαι.
«Μανούλα, με παίρνουν, μου ήρθε η πρόσκληση, πάω στον στρατό…».
[…]