Ο Ihor Lylo είναι διδάκτωρ Ιστορίας, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Μεσαιωνικής και Βυζαντινής Ιστορίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Ivan Franko του Λβιβ, επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο (ΗΠΑ), στο Πανεπιστήμιο Jagiellonian (PL). Συγγραφέας ιστορικών μονογραφιών, εγχειριδίων και άρθρων για τη λαϊκή επιστήμη. Ερευνητής της ιστορίας της Ουκρανίας, ειδικός στην ιστορία της κουζίνας της Γαλικίας. Θέμα διδακτορικής διατριβής: «Οι Έλληνες στην Επικράτεια των Ρως κατά τον 15ο έως 18ο αιώνα».
Μονογραφία. Οι Έλληνες στα εδάφη της Επικράτειας των Ρως κατά τον 15ο – 18ο αιωνα
Λβιβ – 2019
Εισαγωγή
Η αντίληψη των Ελλήνων ως λαού από τους κατοίκους της ουκρανοπολωνικής μεθορίου διαμορφωνόταν σταδιακά μέσα από τα παραδείγματα του υλικού και πνευματικού πολιτισμού της Ανατολικής Μεσογείου, τα οποία έφτασαν εδώ μέσω των ανθρώπων που τα διέδωσαν. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις περιοχές στο νότιο τμήμα της Ουκρανίας (ιδίως την Κριμαία), όπου οι Έλληνες ζούσαν επί αιώνες στις πόλεις-κράτη, στις εμπορικές αποικίες της Γένοβας ή στο τελευταίο προπύργιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Κριμαία, το κράτος του Θεοδώρου, οι κάτοικοι των Επικρατειών των Ρως
* και του Ποντίλλια της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας εξοικειώθηκαν περισσότερο με τους Έλληνες μόλις κατά το δεύτερο μισό του 16ου και τον 17ο αιώνα. Τότε ήταν που ο φαρμακοποιός και χρονογράφος Jan Alnpek έγραψε για αυτούς ως ένα οικείο στοιχείο της καθημερινής ζωής στο Λβιβ**.
«…Η πλατεία Rynok (Αγορά) εξυπηρετεί τόσο τις δημόσιες υποθέσεις, όπου επιλύονται διοικητικά ζητήματα και διαφορές, όσο και τους εμπόρους, που διαθέτουν προς πώληση όλα τα απαραίτητα αγαθά. […] Μπορεί να δει κανείς ένα πλήθος εμπόρων από διάφορες εθνικότητες να συρρέουν στην πόλη αυτή σχεδόν από όλη την Ευρώπη και την Ασία, με κυριότερους τους Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους, Τάταρους, Βλάχους, Ούγγρους, Γερμανούς και Ιταλούς. […] Αν και το Λβιβ έχει παρακμάσει ως εμπορικό κέντρο εξαιτίας των πολέμων, οι έμποροι από την Τουρκία, κυρίως Έλληνες, εξακολουθούν να έρχονται, υπό το άγρυπνο βλέμμα του ορκισμένου δημάρχου της πόλης, που φροντίζει να αποφεύγονται οι απάτες. Κάθε χρόνο πωλούν περίπου 500 βαρέλια μαλβαζία. Η πόλη αυτή προμηθεύει ολόκληρο το πολωνικό βασίλειο με διάφορα μεταξωτά υφάσματα, χαλιά και αρωματικά προϊόντα σε επαρκείς ποσότητες…»1.
Έχοντας εξασφαλίσει τη θέση του ως «ανατολική πύλη» προς το πολωνικό κράτος από τα μέσα του 15ου αιώνα, το Λβιβ παρέμεινε μια ελκυστική πόλη για όσους αναζητούσαν είτε μια δεύτερη πατρίδα είτε την ευκαιρία να αποκτήσουν πλούτο μέσω του εμπορίου μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης. Οι Έλληνες ήταν μεταξύ των μεταναστών που, με επιτυχία και επιμονή, επεδίωξαν αυτούς τους στόχους. Σε σύγκριση με ομάδες άλλων εθνικοτήτων, κατάφεραν να αφήσουν έντονο αποτύπωμα στην ιστορική μνήμη του τοπικού πληθυσμού, στην αρχιτεκτονική, στον υλικό και πνευματικό πολιτισμό, σε τοπογραφικές ονομασίες, αλλά και στην επιστολική κληρονομιά της περιοχής. Οι χαρακτηριστικές αντιλήψεις για τους Έλληνες αντανακλώνται ακόμη και στην ουκρανική εικονογραφία της Τελικής Κρίσης2.
Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για μια ευρύτερη μελέτη της ελληνικής μετανάστευσης και των δραστηριοτήτων των Ελλήνων σε αυτή την περιοχή της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ωστόσο, λόγω ενός συνδυασμού συνθηκών, το παρελθόν των Ελλήνων μεταναστών έχει περάσει στο περιθώριο του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Αρχικά, καλύφθηκε από τον γενικότερο όρο «λαοί της Ανατολής» που χρησιμοποιείται συχνά στην ιστοριογραφία, ενώ αργότερα, μαζί με τους Ουκρανούς3, οι Έλληνες ενσωματώθηκαν σε μια ενιαία εθνική και θρησκευτική ομάδα, την «ορθόδοξη κοινότητα της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας». Ως αποτέλεσμα, το θέμα της ιστορικής κληρονομιάς των Ελλήνων στις Επικράτειες των Ρως και του Ποντίλλια παραμένει σχεδόν εντελώς εκτός του επιστημονικού διαλόγου των σύγχρονων μελετητών4. Εντούτοις, η διερεύνηση αυτού του κενού θα συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των γεγονότων που έλαβαν χώρα σε αυτή την περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα στις Επικράτειες των Ρως.
Με γνώμονα την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων, ο στόχος της παρούσας εργασίας ήταν να αποσαφηνιστούν οι συνθήκες διαμόρφωσης και εξέλιξης των τοπικών ελληνικών διασπορών στην Επικράτεια των Ρως κατά τον 15ο έως τον 18ο αιώνα. Αυτό επιτεύχθηκε μέσω της διεξαγωγής μελετών που επικεντρώθηκαν στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων μεταναστών στο Λβιβ, το Μπρόντι και το Ζαμόστς. Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάζονται χρονολογικά και είναι ταξινομημένα ανά θεματική ενότητα.
Το αντικείμενο της μελέτης είναι ο ελληνικός πληθυσμός στην Επικράτεια των Ρως της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας κατά τον 15ο έως τον 18ο αιώνα.
Το υποκείμενο της μελέτης επικεντρώνεται στους λόγους και τις ιδιαιτερότητες της μετανάστευσης των Ελλήνων εμπόρων και βιοτεχνών, την εμπορική, οικονομική και κοινωνική τους δραστηριότητα, τον βαθμό ενσωμάτωσής τους στις τοπικές κοινωνίες, καθώς και τις πολιτικές, νομικές και πολιτιστικές συνέπειες αυτών των διαδικασιών.
Τα χρονολογικά όρια της εργασίας εκτείνονται από τα τέλη του 15ου έως τον 18ο αιώνα, περίοδος κατά την οποία παρατηρείται η μεγαλύτερη δραστηριότητα των Ελλήνων εμπόρων και βιοτεχνών στην Επικράτεια των Ρως. Επιπλέον, το έργο περιλαμβάνει μια ενότητα που αφορά τις επαφές του κράτους της Γαλικίας-Βολυνίας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 11ο και 14ο αιώνα. Η ενότητα αυτή κρίνεται σημαντική, καθώς καταδεικνύει τη σημασία της συνέχειας και της εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ των πολιτικών ελίτ, της Εκκλησίας και του καλλιτεχνικού περιβάλλοντος της Γαλικίας-Βολυνίας και των πληθυσμών της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτές οι σποραδικές επαφές συνεχίστηκαν τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο μετά το 1387, όταν τα εδάφη αυτά ενσωματώθηκαν στο Βασίλειο της Πολωνίας. Αν και οι πηγές που διαθέτουμε αναφέρουν τη δραστηριότητα ενός Έλληνα εμπόρου στο Λβιβ ήδη από το 1382, θεωρούμε σκόπιμο να ξεκινήσουμε την αναφορά μας από το έτος 1466, όταν γίνεται η πρώτη επίσημη καταγραφή ενός Έλληνα, του Λαυρέντιου, ο οποίος έλαβε τα αστικά δικαιώματα του πολίτη του Λβιβ. Η επιλογή αυτής της χρονιάς βασίζεται στο γεγονός ότι μόνο από τη στιγμή που παρατηρείται αύξηση στους ποσοτικούς δείκτες της ελληνικής μετανάστευσης στα εδάφη αυτά μπορούμε να μιλήσουμε για τη διαμόρφωση της ελληνικής διασποράς ως σημαντικού κοινωνικοοικονομικού φαινομένου.
Το ανώτερο χρονολογικό όριο της παρούσας μελέτης τοποθετείται στο πρώτο τρίτο του 18ου αιώνα, όταν η ελληνική δραστηριότητα στην Επικράτεια των Ρως της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας άρχισε να φθίνει. Η μετάβαση της Αδελφότητας των Σταυροπηγαίων, η οποία εκπροσωπούσε τις εθνοθρησκευτικές επιδιώξεις των ορθόδοξων κατοίκων του Λβιβ, στην υποταγή της Αποστολικής Έδρας είχε σημαντικές συνέπειες στην κοινωνική δραστηριότητα των Ελλήνων. Η κατάσταση επηρεάστηκε έμμεσα και από την ανεπιτυχή εκστρατεία του Πέτρου Α’ στον Προυτ το 1711, η οποία ανέβαλε την προοπτική ενός μεγάλου πολέμου με την Τουρκία και ώθησε πολλές σημαίνουσες ελληνικές οικογένειες της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας να εγκαταλείψουν την Επικράτεια των Ρως και να μετακινηθούν στο Χετμανάτο***. Τέλος, οι συνθήκες για τους Έλληνες άλλαξαν δραστικά μετά τον διαμελισμό της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και τη μεταβίβαση των εδαφών της Επικράτειας των Ρως στην Αυστρία. Όσοι παρέμειναν υπό αυστριακή κυριαρχία αφομοιώθηκαν σταδιακά και ενσωματώθηκαν στις τοπικές ελίτ.
Το γεωγραφικό πεδίο της παρούσας μελέτης επικεντρώνεται κυρίως στην Επικράτεια των Ρως. Ωστόσο, η εργασία θίγει εν συντομία το θέμα των επαφών μεταξύ των Ελλήνων και των ομοθρήσκων τους που ζούσαν στο Ποντίλλια, και συγκεκριμένα στις περιοχές Kamianets-Podilskyi, Mohyliv-Podilskyi, Shargorod και Bar. Παρόλα αυτά, θεωρούμε ότι το ζήτημα της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή του Ποντίλλια είναι κάπως διαφορετικό και αξίζει μια ξεχωριστή, εμπεριστατωμένη μελέτη στο μέλλον.
Θεμελιώδης για την ακεραιότητα της παρούσας μελέτης ήταν η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των πρωτογενών πηγών και του ιστοριογραφικού υλικού που καταδεικνύουν τις προϋποθέσεις και τις διαδρομές μετανάστευσης των Ελλήνων στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Για τον σκοπό αυτό, σε ορισμένες περιπτώσεις, κρίθηκε αναγκαίο να διευρυνθεί το γεωγραφικό πεδίο της έρευνας, περιλαμβάνοντας τα αποτελέσματα μελετών συγγραφέων που εξέτασαν την ιστορία της ελληνικής διασποράς στις ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη Βενετία.
Έχει τεκμηριωθεί ότι στις πόλεις της Επικράτειας των Ρως, όπως και σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά κέντρα που προαναφέρθηκαν, οι ελληνικές κοινότητες πέρασαν από διάφορα στάδια μετασχηματισμού: από σταθερές οικονομικές ή προσωρινές ενώσεις εμπόρων έως τον επακόλουθο σχηματισμό τοπικών διασπορών.
Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία σχηματισμού και λειτουργίας κάθε διασποράς παρουσίαζε τις δικές της ιδιαιτερότητες, οι οποίες επηρεάζονταν από τις ιστορικές περιόδους και τις τοπικές συνθήκες. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο γεγονός ότι η πλειονότητα των Ελλήνων μεταναστών στην Επικράτεια των Ρως ήταν πρώην πολίτες της Δημοκρατίας της Βενετίας (Serenìsima Repùblica Vèneta), ένα γεγονός που δεν έχει καλυφθεί επαρκώς στην ιστοριογραφία.
Επιστημονική καινοτομία της εργασίας. Για πρώτη φορά στην ουκρανική ιστοριογραφία, κατέστη δυνατό να προσδιοριστούν οι άμεσες αιτίες και οι συνθήκες της ελληνικής μετανάστευσης στα εδάφη της Επικράτειας των Ρως κατά τον 15ο έως τον 17ο αιώνα, επισημαίνοντας ότι αυτή η μετανάστευση δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα συγκυριών. Αντιθέτως, ιδιωτικές πρωτοβουλίες από τολμηρούς και θαρραλέους ανθρώπους εντάχθηκαν στις παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές διεργασίες που λάμβαναν χώρα μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Δημοκρατίας της Βενετίας, του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, του Κράτους της Μόσχας και της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.
Μέχρι πρόσφατα, η παρουσία των Ελλήνων σε αυτή την περιοχή της Ευρώπης αντιμετωπιζόταν κυρίως μέσα από το πρίσμα των διεκκλησιαστικών επαφών. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της Εκκλησίας στην κοινωνία της εποχής, θεωρήσαμε προτεραιότητα να μελετήσουμε το παρελθόν των Ελλήνων της Επικράτειας των Ρως μέσα από τις εμπειρίες σημαντικών προσωπικοτήτων, τις ιστορίες της ζωής και των δραστηριοτήτων τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, καταφέραμε να συνδυάσουμε αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία και να δημιουργήσουμε μια συνεκτική εικόνα του παρελθόντος του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής.
Χρησιμοποιώντας πρωτότυπο υλικό πηγών, ο συγγραφέας αναλύει για πρώτη φορά τους λόγους εμφάνισης και τις ιδιαιτερότητες ενός οικονομικού φαινομένου όπως η «οινική έκρηξη» – μια σημαντική αύξηση στη ζήτηση για κατανάλωση γλυκών μεσογειακών κρασιών στην αγορά της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Το πιο δημοφιλές από αυτά τα κρασιά ήταν το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας, η Μαλβαζία* (Malvasia).
* Η Μαλβαζία (στα πολωνικά: małmazja, στα τουρκικά: benevşe) είναι ένας λευκός οίνος, αν και η οικογένεια περιλαμβάνει επίσης μια πρώιμη ερυθρή ποικιλία σταφυλιών. Σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς, η προέλευσή της εντοπίζεται στη Μονεμβασιά, μια πόλη-λιμάνι και φρούριο στις ακτές της ελληνικής επαρχίας Λακωνίας. Στην Κρήτη, το κέντρο καλλιέργειας αυτής της ποικιλίας σταφυλιού βρισκόταν στην περιοχή των Μαλεβιζίων, ένα τμήμα της ακτής δυτικά της πόλης της Κάντιας (σημερινό Ηράκλειο) (Σημείωση: Οι Βενετοί έκαναν την Κρήτη σημαντικό εξαγωγέα του κρασιού, διαδίδοντας τη Μαλβαζία σε όλη την Ευρώπη – Γ. Μ.). Από τον 16ο αιώνα, στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας και στο Βασίλειο της Πολωνίας, η Μαλβαζία ήταν ένα από τα αγαπημένα ποτά των ευγενών και της αστικής ελίτ (βλ.: Bystroń Jan, Dzieje obyczajów w dawnej Polsce: wiek XVI-XVIII, Βαρσοβία, 1933. Haris Kalligas Monemvasia, “Έβδομος – Δέκατος Πέμπτος Αιώνες. Η οικονομική ιστορία του Βυζαντίου: Από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, Βιβλιοθήκη και Συλλογή Ερευνών Dumbarton Oaks », αρ. 39, (Ουάσιγκτον). Andrews Kavin, “Τα κάστρα του Μορέα” (αναθεωρημένη έκδοση), (Αθήνα, 2006), 197- ζωγρ. № 2.
Καθορίζοντας την αιτία και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, καταφέραμε να εξηγήσουμε την απότομη αύξηση του αριθμού των Ελλήνων εμπόρων στις πόλεις της Επικράτειας των Ρως στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα. Ορισμένα παραδείγματα δείχνουν ότι το Λβιβ, ως η κύρια αποθήκη ανατολικών προϊόντων στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, ενίσχυσε τη γεωπολιτική του θέση στη διαδρομή του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Δυτικής Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου κατά το δεύτερο τρίτο του 16ου και το πρώτο τρίτο του 17ου αιώνα, χάρη στην οικονομική δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, των Ελλήνων εμπόρων.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, επιβεβαιώθηκε ότι ο αυτοπροσδιορισμός των Ελλήνων μεταναστών βασιζόταν κυρίως σε θρησκευτικούς και γλωσσικούς παράγοντες. Ακόμη και όταν ενσωματώθηκαν μέσω γάμων και οικονομικών δεσμών με την τοπική ουκρανική κοινότητα, συνέχισαν να διατηρούν και να καλλιεργούν βασικά στοιχεία της εθνικής τους ταυτότητας για δεκαετίες. Υπέγραφαν νομικά έγγραφα στα ελληνικά, υποστήριζαν με κάθε δυνατό μέσο τους συμπατριώτες τους σε περίπτωση δυσκολιών και προωθούσαν σταθερές επαφές με την ιστορική τους πατρίδα.
Συνοψίστηκε και επανεκτιμήθηκε η σημασία του ρόλου και της θέσης των Ελλήνων στη δραστηριότητα ενός τόσο σημαντικού θεσμού της ουκρανικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όπως το Σταυροπηγιακή Αδελφότητα του Λβιβ, που λειτουργούσε στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Δείχθηκε πώς η επιτυχημένη ευκαιριακή συμμαχία μεταξύ των Ουκρανών και των Ελλήνων, οι οποίοι ενώθηκαν γύρω από τη θρησκευτική κοινότητα, συνέβαλε στην ενίσχυση των θέσεών τους στον αγώνα για τα δικά τους θρησκευτικά και πολιτικά δικαιώματα.
Για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της ελληνικής ιστορίας της περιοχής, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη Zamość, τη δεύτερη σημαντική πόλη μετά το Λβιβ, όπου οι Έλληνες δημιούργησαν ένα σημαντικό κέντρο και αναγνωρίστηκαν ως ξεχωριστός παράγοντας. Η ένταξη αυτού του κεφαλαίου είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς η τοπική διασπορά είναι η μοναδική στην ουκρανοπολωνική μεθόριο που έλαβε κάποια νομική θεσμοθέτηση, ενώ παράλληλα διατήρησε και ανέπτυξε οικογενειακούς και επιχειρηματικούς δεσμούς με ομοθρήσκους σε άλλες πόλεις της περιοχής. Όλα αυτά κατέστησαν δυνατά χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία του Καγκελάριου του Στέμματος, Jan Zamoyski. Στα τέλη του 16ου αιώνα, οι προσπάθειές του να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη της Zamość οδήγησαν σε αυξημένο ανταγωνισμό με το Λβιβ. Η ελληνική διασπορά στη Zamość στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο Zamoyski επέλεξε σκόπιμα να εγκαταστήσει στα εδάφη του αποκλειστικά Έλληνες που ήταν πρώην υπήκοοι της Βενετίας ή της Γένοβας. Η χρήση συγκριτικής ανάλυσης μας επέτρεψε να συγκρίνουμε τις ιδιαιτερότητες της διαμόρφωσης της διασποράς στη Zamość και τη δραστηριότητα των μελών της ελληνικής κοινότητας του Λβιβ.
Ένα σημαντικό ξέσπασμα της ελληνικής δραστηριότητας σημειώθηκε από μια ομάδα τεχνιτών που εγκαταστάθηκαν στην πόλη Brody κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, υπό την προστασία του Χέτμαν του Στέμματος**** Stanisław Koniecpolski. Παρά το σύντομο χρονικό διάστημα της παρουσίας τους, οι Έλληνες αυτοί άφησαν πίσω τους μια κληρονομιά, δημιουργώντας μια γενιά ντόπιων τεχνιτών που ανέπτυξαν τις παραδόσεις του χρυσού και ασημένιου κεντήματος που οι ίδιοι είχαν εισαγάγει.
Στο κεφάλαιο που εξετάζει τη θέση των Ελλήνων στη διάδοση του υλικού πολιτισμού στην Επικράτεια των Ρως, εισάγεται για πρώτη φορά στην επιστημονική βιβλιογραφία ένας αριθμός ανέκδοτων μέχρι σήμερα πηγών. Αυτές οι πηγές μας προσφέρουν μια πολύτιμη εικόνα για την καθημερινή ζωή των αστών και τη δυναμική των αλλαγών στην κοσμοθεωρία τους, ως αποτέλεσμα της εισαγωγής και διάδοσης αγαθών από τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή στην τοπική κοινωνία.
Το βασικό τμήμα του έργου εστιάζει στη γενεαλογική έρευνα. Μέσω της ολοκληρωμένης μελέτης βιογραφικών πηγών, οικογενειακών δεσμών και των ιδιαιτεροτήτων των ομολογιακών και κοινωνικών ομάδων, παρουσιάζεται στο μέγιστο δυνατό βαθμό η ιστορία των εννέα από τις πιο γνωστές και σεβαστές ελληνικής καταγωγής οικογένειες του Λβιβ. Η δραστηριότητά τους παρακολουθείται από τη στιγμή της μετανάστευσής τους έως τη σταδιακή τους αφομοίωση, όταν οι περισσότεροι Έλληνες εξαφανίστηκαν ως ξεχωριστή οντότητα από τον οικονομικό και κοινωνικό χάρτη της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.
Λαμβάνοντας υπόψη τους παραπάνω λόγους και επιχειρήματα, σημειώνεται ότι αυτή η εργασία αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια μελέτης του παρελθόντος του ελληνικού πληθυσμού στην Επικράτεια των Ρως της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας κατά τον 15ο έως τον 18ο αιώνα. Συνδυάζοντας το διαθέσιμο πηγαίο υλικό από τα αρχεία της Ουκρανίας και της Πολωνίας με την ανάλυση αποτελεσμάτων από δυτικοευρωπαίους και αμερικανούς ερευνητές, είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα των αιτιών, της πορείας και των συνεπειών της μετανάστευσης Ελλήνων εμπόρων, τεχνιτών, ταξιδιωτών και διανοουμένων σε αυτή την περιοχή της Ευρώπης.
Η διαδικασία συγγραφής αυτού του έργου ήταν μακρά και επίπονη. Δύσκολα θα είχε ολοκληρωθεί χωρίς τη συνδρομή πολλών ανθρώπων, που με βοήθησαν με συμβουλές, κριτική και λόγια υποστήριξης. Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να αναφέρω τον καθηγητή Yaroslav Romanovych Dashkevych, ευλογημένης μνήμης, ο οποίος, αν και μου φαινόταν αυστηρός και απρόσιτος, μετά τη συνάντησή μας σε ένα συνέδριο στη Μαριούπολη το 1999, με υποστήριξε ενεργά στην επιλογή της ερευνητικής μου κατεύθυνσης.
Θα ήθελα, επίσης, να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη για τις διεξοδικές διαβουλεύσεις και την πολύτιμη βοήθεια προς τους συναδέλφους μου στο Τμήμα Μεσαιωνικής και Βυζαντινής Ιστορίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Ivan Franko του Λβιβ, καθώς και στους ξένους φίλους που με φρόντισαν κατά τη διάρκεια της ερευνητικής μου πρακτικής και με βοήθησαν να εργαστώ σε αρχεία, τμήματα χειρογράφων και επιστημονικές βιβλιοθήκες. Θερμές ευχαριστίες για τις παρατηρήσεις και την κριτική τους στους καθηγητές Leontiy Voitovych, Roman Shust, Maciej Salamon, Malgorzata Dombrowska, Natalia Starchenko, Yaroslav Hrytsak, Goscivit Malinowski, Mykola Melnyk, Nazar Kozak, Oleh Faida, Yaryna Kocherkevych, Oleh Luhovyi, Orest Zayets, Vasyl Kmetia, Andriy Feloniuk, Natalia Tsareva, Αναστάσιος Ζορμπάς, Olha Terezova και τον Σωφρόνη Παραδεισόπουλο, διευθυντή του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού «Φιλική Εταιρεία» στην Οδησσό.
Θα ήθελα να εκφράσω την ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη μου στο προσωπικό των Κεντρικών Κρατικών Αρχείων της Ουκρανίας στο Λβιβ, της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ουκρανίας Stefanyk στο Λβιβ, του Ιστορικού Μουσείου του Λβιβ, του Εθνικού Μουσείου Andrey Sheptytsky στο Λβιβ και της Πινακοθήκης B. Voznytsky στο Λβιβ, για την πολύτιμη βοήθειά τους στην αναζήτηση πηγών και εικονογραφικού υλικού.
Η ολοκλήρωση αυτής της εργασίας δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την υποστήριξη διεθνών προγραμμάτων υποτροφιών, όπως το πρόγραμμα Josef Manowski Cashier’s Scholarship Programme (Βαρσοβία, Πολωνική Ακαδημία Επιστημών), το Τμήμα Σπουδών Αρχαίας Παράδοσης του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας (Πολωνία), το πρόγραμμα Queen Jadwiga (Πολωνία), το πρόγραμμα Open Society Institute (Βουδαπέστη, Ουγγαρία) και το ερευνητικό πρόγραμμα Fulbright στην Ουκρανία (UCSD, ΗΠΑ). Η συμμετοχή μου σε αυτά τα προγράμματα μου έδωσε τη δυνατότητα να αξιοποιήσω τις πολύτιμες συλλογές αρχείων και βιβλιοθηκών πανεπιστημίων και άλλων ερευνητικών κέντρων, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στην εμβάθυνση των γνώσεών μου στο αντικείμενο.
Μετάφραση της Γαλήνης Μασλιούκ.
1 Το Κεντρικό Κρατικό Ιστορικό Αρχείο της Ουκρανίας στο Λβιβ (εφεξής καλούμενο CTHA) “Topographia Civitatis Leopolitanae a Ioanne Alnpekio Leopol. Studioso lectori donata”. Δημοσιεύθηκε και μεταφράστηκε: Jan Alnpek και δικό του «Περιγραφή της πόλης Λβιβ αρχές του 17 αιώνα», εκδόσεις. S. Rachwał, (Lwów, 1930), 39, Η ιστορία του Λβιβ σε έγγραφα και παραστατικά, έγγρ. No. 51, (Lviv, 1986), 64-65.
2 Στην εικόνα “Η Τελική Κρίση”στο χωριό Mshanets, στην περιοχή του Lviv, παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα εικόνα των Ελλήνων μεταξύ των «κρινόμενων λαών» (πρώτο μισό του 15ου αιώνα, συλλογή του Εθνικού Μουσείου Sheptytsky στο Λβιβ, αριθμός καταλόγου I-1181, Kv-34505). Θεωρείται ότι με αυτόν τον τρόπο ο ζωγράφος προσπάθησε να απεικονίσει το αναπόφευκτο της κρίσης του Θεού για όλους λαούς ανεξαιρέτως. Ο J.-P. Khimka πιστεύει ότι ο κατάλογος των «καταραμένων» περιλάμβανε όχι μόνο εχθρούς ή «άπιστους» αλλά και λαούς που ήταν γνωστοί σε έναν συγκεκριμένο δάσκαλο (βλ: Himka John-Paul, «Στο αριστερό χέρι του Θεού: «Λαοί» στις ουκρανικές εικόνες “Η Τελευταία Κρίση”», J.-Paul Himka, Κράτη, κοινωνίες, πολιτισμοί. Ανατολή και Δύση. Δοκίμια προς τιμήν του Jaroslaw Pelenski, επιμ. Dudzinkiewicz J. (Νέα Υόρκη: Ross Publishing Inc, 2004): 317-349; Liliya Berezhna, «Πώς να ζωγραφίσουμε τον εχθρό; «Οι Δικοί μας» και «<Οι Ξένοι» στην πρώιμη σύγχρονη ουκρανική εικονογραφία», «Το Θεώρημα του ανθρώπινου βίου». Μελέτες προς τιμήν της Natalia Yakovenko, (Κίεβο, Laurus), (2012): 486. Fedak Maria, «Χρονολογημένες εικόνες “Η Τελική Κρίση” από τη συλλογή του Εθνικού Μουσείου Andrey Sheptytsky στο Λβιβ», Δελτίο του Πανεπιστημίου του Λβιβ. Σειρά Τέχνη, τεύχος 12, (Λβιβ, 2013): 358-374. № 1.
3 Εδώ και σε άλλα σημεία της εργασίας, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, εκ των υστέρων σε σχέση με τους ορθόδοξους κατοίκους της Επικράτειας των Ρως, χρησιμοποιούμε τους όρους «Ουκρανός», «ουκρανικός» και «ουκρανική κοινότητα». Ταυτόχρονα, διατηρούμε τα αυθεντικά τοπογραφικά ονόματα και τις αρχικές ονομασίες των εθνοτικών ομάδων κατά την παράθεση πηγών και ιστοριογραφικών μελετών. – Ihor Lylo.
4 Ευτυχία Βουτυρά, «Μετασοβιετική πολιτική της διασποράς: Η περίπτωση των Σοβιετικών Ελλήνων», Περιοδικό Νεοελληνικών Σπουδών, № 24, (2006): 378-414.
* (Σημ. μετάφρ.) Η Επικράτεια των Ρως (Vojewodstvo Rus’ke δηλαδή η Δυτική Ουκρανία) ήταν ένα διοικητικο-εδαφικό τμήμα του Βασιλείου της Πολωνίας και αργότερα της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, από το 1434 έως το 1772. Δημιουργήθηκε από τα εδάφη του Βασιλείου των Ρως και ανήκε στην περιοχή της Επικράτειας των Ρως. Βρισκόταν στο νότιο τμήμα της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, δυτικά της Επικράτειας των Ρως, με κύρια πόλη το Λβιβ. Η διοίκηση της περιοχής ήταν στα χέρια των Ρως βοεβόδων (Βοεβόδας είναι τίτλος που έφεραν στρατιωτικοί και πολιτικοί διοικητές επαρχιών στις σλαβικές χώρες και την Ευρωπαϊκή Οθωμανική Αυτοκρατορία), ενώ το επαρχιακό της Σεϊμίκ (Τοπική βουλή) συνεδρίαζε στην πόλη Sudova Vyshnia. Η Επικράτεια είχε εκπροσώπηση 4 γερουσιαστών στη Γερουσία της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Αποτελούνταν από 5 εδάφη, τα οποία χωρίζονταν σε 13 νομούς. Το 1791, η έκταση της επαρχίας ήταν 82.990 km², και το 1790 ο πληθυσμός της ανερχόταν σε 1.495.000 άτομα. Διαλύθηκε το 1772 κατά τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, και τα εδάφη της περιήλθαν στο Βασίλειο της Γαλικίας και της Βολυνίας, που ανήκε στη Μοναρχία των Αψβούργων (Αυστρία).
** (Σημ. μετάφρ.) Το Λβιβ (έτος ίδρυσης 1256) βρίσκεται στη δυτική Ουκρανία και είναι η μεγαλύτερη πόλη της δυτικής Ουκρανίας. Στις ελληνικές πηγές, είναι γνωστή και με τις ονομασίες Λεόπολις και Λεοντόπολις εκ της λατινικής ονομασίας. Θεωρείται ένα από τα κύρια ιστορικά και πολιτισμικά κέντρα της Ουκρανίας, αλλά και της γειτονικής Πολωνίας.
*** (Σημ. μετάφρ.) Το Χετμανάτο (ή Hetmanate) ήταν μια ημιαυτόνομη κρατική οντότητα που δημιουργήθηκε από τους Ουκρανούς Κοζάκους στην περιοχή της Ουκρανίας τον 17ο αιώνα, με επίκεντρο την αριστερή όχθη του ποταμού Δνείπερου. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη Χέτμαν (Hetman), τίτλος που αποδιδόταν στον ηγέτη των Κοζάκων. Ο Χέτμαν ήταν ο ανώτατος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης, και το Χετμανάτο είχε δική του διοίκηση, στρατό και διπλωματικές σχέσεις. Το Χετμανάτο δημιουργήθηκε κατά την Κοζακική Εξέγερση του Μπογντάν Χμελνίτσκι το 1648 και είχε ασταθή σχέση με την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, το Κράτος της Μόσχας και άλλες γειτονικές δυνάμεις. Παρά τις προσπάθειες για αυτονομία, η περιοχή πέρασε σταδιακά υπό τον έλεγχο της Μόσχας, και τελικά το Χετμανάτο καταργήθηκε πλήρως από την Αικατερίνη Β΄ το 1764, παραβιάζοντας τη συμφωνία που είχε υπογραφεί με τον Χέτμαν Μπογντάν Χμελνίτσκι.
**** (Σημ. μετάφρ.) Ο Χέτμαν του Μεγάλου Στέμματος. Ένας Μεγάλος Χέτμαν του Στέμματος ήταν ο ανώτατος διοικητής (εκτός του βασιλιά) των στρατευμάτων του Στέμματος της Πολωνίας τον 15ο-18ο αιώνα.
Η Ιστορία της Οικογένειας Ματζαπέτα: Από την Κρήτη στο Λβιβ – Ένα Χαμένο Νήμα που Επανενώνεται
One comment