Η Συμβολή της Διασποράς στη γεωπολιτική αναγνώριση του Γολοντομόρ

 

Νίκος Λυγερός – Έλληνας επιστήμονας, καθηγητής, γνωστός για τις εξαιρετικές διανοητικές ικανότητές του, στρατηγικός σύμβουλος και καθηγητής γεωστρατηγικής, τόποστρατηγικής, χρονοστρατηγικής και της στρατηγικής διαχείρισης. Διδάσκει στα ντόπια και ξένα πανεπιστήμια. Συγγραφέας περισσότερων από 35.000 άρθρων και ποιημάτων, περισσότερα από 2.000 έργα τέχνης, λέκτορας στον τομέα των μαθηματικών, της στρατηγικής, στη γεωπολιτική, στην ιστορία, στην ενέργεια και το περιβάλλον, στη φιλοσοφία, στην τέχνη, στη λογοτεχνία, και άλλα.

 

Ομιλία στο συνέδριο στα πλαίσια του Φόρουμ της Ουκρανικής διασποράς, που πραγματοποιείται από την Κοινότητα “Ουκρανο-Ελληνική Σκέψη” στην Ελλάδα. Πάτρα, 05.07.2019

 

Ας ξεκινήσουμε με δύο βασικές έννοιες που είναι σημαντικές στα ελληνικά: τη «διασπορά» και την «ομογένεια», ώστε να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ τους. Η διασπορά, στην ουσία, εμφανίζεται ως αποτέλεσμα κάποιας πίεσης, η οποία μπορεί να είναι στρατηγική, γεωπολιτική ή ακόμα και πολιτική. Η ομογένεια, από την άλλη, είναι η σταθεροποιημένη διασπορά, αν θέλετε. Αυτός που ανήκει στη διασπορά είναι, τυπικά, κάποιος που αναγκάστηκε να φύγει ή αποχώρησε από τον τόπο του, ενώ ο ομογενής είναι κάποιος που πλέον δεν σκοπεύει να επιστρέψει. Στη διασπορά, το σημείο αναφοράς παραμένει ο τόπος καταγωγής, ενώ για την ομογένεια, το σημείο αναφοράς είναι το Έθνος, ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται.

Αναφορικά με το Ουκρανικό ζήτημα, παρατηρούμε ότι οι προηγούμενοι ομιλητές τόνισαν τη σημασία της αλήθειας – πόσο θεμελιώδης είναι – και αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς στα ελληνικά η λέξη «αλήθεια» σημαίνει «άρνηση της λήθης». Έτσι, αλήθεια είναι αυτό που αποτρέπει τη λήθη και, κατ’ επέκταση, δημιουργεί μνήμη. Ακούσαμε επίσης πως έχετε περάσει από τη σοβιετική στην μετα-σοβιετική περίοδο, και φαίνεται τώρα πως βρίσκεστε σε μια “μετά τη μετα-σοβιετική” φάση, άρα αναπόφευκτα πλησιάζει η καθαρά ουκρανική περίοδος.

Είναι σπάνιο να συμμετέχω σε ένα συνέδριο για το Ουκρανικό, χωρίς να γίνεται αναφορά στη «διπλανή» χώρα. Θα ήθελα να το θέσω ως παράδειγμα: σκεφτείτε, αντί να μου πείτε πού κάθεστε, να μου πείτε ποιος κάθεται δίπλα σας. Και είναι εντυπωσιακό ότι οι Έλληνες γνωρίζουν με ποια χώρα συνορεύει η Ουκρανία, που σημαίνει ότι δίνουμε τόση σημασία σε αυτή τη «διπλανή» χώρα, ενώ αγνοούμε τις υπόλοιπες γειτονικές. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται για κριτική προς τους Ουκρανούς· στην Ελλάδα κάνουμε το ίδιο. Οι Έλληνες συχνά μιλούν για μια «γείτονα» χώρα, και ενώ όλες τις άλλες γειτονικές χώρες τις αποκαλούμε με το όνομά τους, αυτή τη συγκεκριμένη την αναφέρουμε ως «γείτονα».

Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει είναι όταν ένα σύστημα καταρρέει από μόνο του, χωρίς δική μας παρέμβαση. Σε αυτή την περίπτωση, οι δικοί μας άνθρωποι ενδέχεται να αμφισβητήσουν αν όντως συνέβη η κατάρρευση. Είναι σαν να κερδίζετε έναν πόλεμο επειδή ο αντίπαλος έχασε, χωρίς να έχετε λάβει ενεργά μέρος σε αυτόν. Για το Γολοντομόρ, είμαστε στα γεγονότα του 1932-33, και οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι Ουκρανοί γνωρίζουν ακριβώς τι συνέβη. Ωστόσο, η μεγάλη προσπάθεια για την αναγνώριση αυτού του γεγονότος ξεκίνησε μετά το 1991.

Δεδομένου ότι ο Πρέσβης είναι παρών, μπορούμε να αξιοποιήσουμε την ιδιότητά του για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί ένα κράτος: κάθε κράτος έχει εκπροσώπους στο εξωτερικό, όπως ο Πρέσβης, οι οποίοι επικοινωνούν με το ύφος και τη γλώσσα που επιθυμεί το κράτος να προβάλει προς τα έξω. Αυτό είναι το λεγόμενο Διπλωματικό Σώμα. Από την άλλη, η ουκρανική διασπορά λειτουργεί ως το Διπλωματικό Πνεύμα. Συχνά, ο Πρέσβης ίσως να μην μπορεί να εκφράσει την αλήθεια τόσο ξεκάθαρα όσο εσείς, καθώς δεσμεύεται από τη διπλωματική του θέση. Αυτό το φαινόμενο το βλέπουμε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα Ηνωμένα Έθνη, και για αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να υπάρχει επίσημη αναγνώριση του Ουκρανικού Κογκρέσου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ο λόγος είναι ότι η διασπορά είναι κάτι μοναδικό και ανεξάρτητο. Ακόμη κι αν η Ουκρανία αποφασίσει να μη μιλάει για ένα συγκεκριμένο ζήτημα, η ουκρανική διασπορά θα συνεχίσει να το αναδεικνύει. Όταν η Ουκρανία έχει πρόβλημα με κάποια χώρα, μπορεί εύκολα να αποσύρει τον Πρέσβη της και να δηλώσει πως «δεν έχουμε πλέον διπλωματικές σχέσεις», αλλά δεν μπορεί να αποσύρει τη διασπορά της.

Σε στιγμές έντασης μεταξύ κράτους και διασποράς, μπορεί να αναρωτηθούμε ποιος έχει δίκιο. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη για οποιαδήποτε χώρα: η διασπορά έχει δίκιο. Αυτό συμβαίνει διότι το κράτος πολλές φορές αναγκάζεται να εκφράσει απόψεις που δεν πιστεύει, λόγω πιέσεων που μπορεί να είναι γεωπολιτικές, οικονομικές ή στρατιωτικές. Αυτές οι πιέσεις επηρεάζουν την επίσημη στάση του.

Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί για τη διασπορά είναι να ακολουθεί το κράτος. Στην πραγματικότητα, το κράτος είναι αυτό που πρέπει να ακολουθεί τη διασπορά, διότι η διασπορά αντιπροσωπεύει το ελεύθερο πνεύμα του έθνους. Η διασπορά ζει σε χώρες με ελευθερία έκφρασης, και αυτό της επιτρέπει να μιλά ελεύθερα και να υπερασπίζεται τις αξίες της.

Είναι πάντα χαρά μου όταν αναφέρεται ο Καναδάς, ακόμη κι αν βρισκόμαστε εδώ για να συζητήσουμε για την Ουκρανία. Στον Καναδά, όπου επικρατεί η ελευθερία της γνώμης, οι Ουκρανοί έχουν καταφέρει να συγκροτήσουν ένα εξαιρετικά δυναμικό λόμπι, διότι η χώρα δεν έχει να αντιμετωπίσει απειλές από γείτονες. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, παρατηρούμε λιγότερη δραστηριοποίηση, κυρίως λόγω της ύπαρξης γειτονικών χωρών που ενδεχομένως επιδρούν περιοριστικά.

Αναφερόμενος στην ιστορική πορεία, θεωρώ ότι μετά το 1991 βιώσαμε μια σημαντική αλλαγή φάσης, όπως έχει ήδη ειπωθεί. Για μένα, τα ορόσημα είναι δύο συγκεκριμένες περίοδοι: 1932-33 και 1991-2014. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για το Euromaidan, αλλά δεδομένου ότι δεν λειτούργησε όπως επιθυμούσαμε, η ιστορία του εντάχθηκε και πάλι στη συνήθη πορεία. Εστιάζω, λοιπόν, μόνο στις καθοριστικές αλλαγές φάσης.

Η πραγματικότητα είναι ότι το 1991, ο ουκρανικός λαός απέκτησε την ελευθερία του και πλέον είχε τη δυνατότητα να μιλήσει επίσημα για το Γολοντομόρ. Σκεφτείτε το, είναι εκπληκτικό, γιατί αναφερόμαστε σε γεγονότα του 1932-33. Το 1991, πολλοί που θα μιλήσουν για αυτά τα γεγονότα δεν τα έζησαν οι ίδιοι. Η καθυστέρηση στην ενημέρωση του εξωτερικού για το Γολοντομόρ είχε επιπτώσεις στα ίδια τα θύματα, δηλαδή στους ανθρώπους που υπέστησαν τη γενοκτονία.

Συνήθως, όταν μιλάμε για γενοκτονία, η πρώτη γενιά των θυμάτων νιώθει ενοχές – και ποτέ ο ένοχος, πάντα το θύμα. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, η πρώτη γενιά θυματοποιημένων συνήθως σιωπά. Η δεύτερη γενιά αναρωτιέται και αρχίζει να ρωτάει τι συνέβη, ενώ πρέπει να περιμένουμε την τρίτη γενιά για να μάθει επιτέλους την αλήθεια από τους παππούδες και τις γιαγιάδες.

Στην περίπτωση της Ουκρανίας, επειδή το 1991 επιτεύχθηκε η απελευθέρωση, ήταν σαν να περάσαμε από την πρώτη γενιά στην τρίτη κατευθείαν. Αυτό σημαίνει ότι όταν οι Ουκρανοί απέκτησαν το δικαίωμα να μιλήσουν, ήταν ήδη έτοιμοι. Αν αυτό είχε γίνει νωρίτερα, ας πούμε το 1945, όταν η Ουκρανία βρισκόταν ακόμα υπό σοβιετικό καθεστώς, δεν θα μπορούσαμε ακόμη να μιλήσουμε ανοιχτά. Θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον δύο ακόμα γενιές.

Η Ουκρανία κατάφερε να επιτύχει πολλές διεθνείς αναγνωρίσεις για το Γολοντομόρ, χωρίς να σπαταλήσει χρόνο προσπαθώντας να ασκήσει πίεση στη «γειτονική» χώρα για να το αναγνωρίσει. Αντ’ αυτού, απευθύνθηκε άμεσα σε άλλες χώρες, αξιοποιώντας το δίκτυο της διασποράς της. Ίσως αναρωτιέστε γιατί η διασπορά δεν είχε δραστηριοποιηθεί έντονα πριν το 1991 – η εξήγηση είναι απλή. Υπήρχε ο φόβος ότι με το να μιλούν για το Γολοντομόρ θα μπορούσαν άθελά τους να βλάψουν την Ουκρανία, η οποία βρισκόταν ακόμα υπό σοβιετικό καθεστώς.

Μετά την απελευθέρωση το 1991, η Ουκρανία μπορούσε επιτέλους να αναφερθεί επίσημα στο Γολοντομόρ, ενώ η διασπορά είχε πλέον τη δυνατότητα να εργαστεί πιο δυναμικά, χωρίς περιορισμούς ή εμπόδια. Αυτός ο συνδυασμός οδήγησε πολύ σύντομα σε πολλές διεθνείς αναγνωρίσεις.

Για όσους δεν το πιστεύουν, ας δούμε πόσες φορές έχει αναγνωριστεί η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου στο εξωτερικό. Γιατί; Επειδή στην Ελλάδα υπήρχε το πλαίσιο της ελευθερίας. Περάσαμε από τα στάδια – σιωπή, ερωτήματα, μάθηση – και θεωρήσαμε μεγάλη επιτυχία την επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων το 1994. Δηλαδή, αναγνωρίσαμε εμείς οι ίδιοι ότι υπήρξαμε θύματα. Καταλαβαίνετε πόσο χαμηλό είναι το ηθικό, όταν φτάνουμε στο σημείο να αποδεχόμαστε από μόνοι μας, «ναι, υπήρξαμε θύματα».

Το ανάλογο για τους Ουκρανούς είναι το θέμα της εθνικής ταυτότητας. Διότι ακόμα και τώρα – όπως ανέφεραν και οι προλαλήσαντες – λέμε ότι είναι σημαντικό να έχουμε μια ουκρανική εθνική ταυτότητα. Αλλά είναι αυτό σημαντικό για τη διασπορά ή για την ίδια την Ουκρανία; Για έναν Ουκρανό της διασποράς, δεν είναι απλώς σημαντικό, είναι το μοναδικό στοιχείο ταυτότητας που έχει. Στην Ουκρανία, όμως, σε περιοχές που βρίσκονται πολύ κοντά στη «γειτονική» χώρα, υπάρχει πρόβλημα με την εθνική ταυτότητα, καθώς ορισμένοι προτιμούν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα της «γειτονικής» χώρας αντί της ουκρανικής, παρότι είναι Ουκρανοί. Αυτό σημαίνει ότι, σε αυτό το θέμα, υστερούμε σε σύγκριση, και επομένως

αυτή η ιδέα πρέπει να ενισχυθεί, καθώς εμπίπτει στη σφαίρα της στρατηγικής σημασίας. Πρέπει, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουμε το εξής: η διασπορά θα αποτελεί πάντα την αιχμή του δόρατος όσον αφορά την ενημέρωση, την αλήθεια και την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ουκρανών.

Το γεγονός ότι υπάρχει η λέξη «Γολοντομόρ» είναι εξαιρετικά σημαντικό. Αναλογιστείτε πως κάποιες γενοκτονίες στον κόσμο δεν έχουν καν ονομασία. Ήταν μεγάλη επιτυχία που αποφασίστηκε να υπάρχει μια λέξη που, μόλις την ακούμε, γνωρίζουμε αμέσως ότι αναφέρεται σε γενοκτονία. Τώρα, θα θέσω ένα ερώτημα για να κατανοήσετε τη συλλογιστική μου. Όταν λέτε τη λέξη «Γολοντομόρ», έχετε κάποιο θέμα με την εθνική ταυτότητα που φέρει; Φυσικά όχι – είναι ξεκάθαρη. Και από τη στιγμή που υπάρχει εθνική ταυτότητα σε σχέση με τη γενοκτονία, μπορείτε εύκολα να εδραιώσετε την εθνική ταυτότητα συνολικά.

Δεν πρέπει, όμως, να πέσετε στην παγίδα να θεωρήσετε τους Ουκρανούς απλώς απόγονος των θυμάτων του Γολοντομόρ. Οι Ουκρανοί υπήρχαν και πριν. Η διασπορά πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό: εξήγησε το «γιατί» του Γολοντομόρ. Όταν γνωρίζουμε το «γιατί», αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν αγωνιστές, όχι απλώς θύματα. Έτσι, ενώ από το 1991 έως το 2014 οι Ουκρανοί δεν θεωρούνταν πια θύματα, από το 2014 και μετά ξαναβρέθηκαν στη θέση του θύματος. Όλος ο αγώνας για ελευθερία που ξεκίνησε το ’91 φαίνεται να διακόπτεται το 2014.

Πλέον, όταν ένας Ουκρανός μιλάει διεθνώς, το θέμα της Κριμαίας έρχεται αμέσως στο προσκήνιο, αφού όλοι ρωτούν τι συμβαίνει μετά το ’14. Όμως εσείς, που υπήρχατε και πριν το ’14, λέτε «δεν ζούμε μόνο μετά την Κριμαία, δεν είμαστε μόνο αυτό». Είναι αντίστοιχο με το Γολοντομόρ, όταν οι Ουκρανοί το βίωσαν το ’32-’33, δεν ήταν αυτός ο μόνος τους αυτοπροσδιορισμός – υπήρχαν και πριν από αυτό. Η αλλαγή φάσης το ’91 έφερε στο φως ένα σοβαρό ζήτημα, αυτό της γενοκτονίας. Τώρα, όμως, υπάρχει μία άλλη ημερομηνία, και με αυτήν αντιμετωπίζουμε ένα στρατηγικό δίλημμα.

Για να εξηγήσω καλύτερα τι εννοώ με το δίλημμα, ας σκεφτούμε ένα υποθετικό σενάριο: αν σας ζητούσαν να επιλέξετε, λέγοντας «αν δεν ξαναμιλήσετε για το Γολοντομόρ, τότε αποχωρούμε από την Κριμαία», ή αντίθετα, «αν αναφέρεστε στην Κριμαία, τότε να μη γίνεται καμία αναφορά στο Γολοντομόρ». Στην ουσία, σας καλούν να διαλέξετε μεταξύ Γολοντομόρ και Κριμαίας, ζητώντας από τους Ουκρανούς να επιλέξουν ποιο είναι το σημαντικότερο. Ωστόσο, στη στρατηγική, όταν σας δίνουν δύο επιλογές, η σωστή πάντα είναι η τρίτη. Δεν χρειάζεται σύγκριση – το σωστό είναι να κρατήσουμε και τις δύο.

Όμως, το κράτος, καθώς διαχειρίζεται το τρέχον ζήτημα, τείνει να εστιάζει περισσότερο στο σύγχρονο πρόβλημα, παραβλέποντας κάποιες φορές το παλαιότερο. Αντίθετα, η διασπορά έχει τη δυνατότητα να εξηγήσει πως το σύγχρονο πρόβλημα προήλθε από το παλιό. Έτσι, ακόμη και όταν εκδίδουμε κάποιο έντυπο, όπου δημοσιεύεται η αλήθεια που δεν λέγεται Pravda, πρέπει να επιλέξουμε πώς θα κατανεμηθούν οι σελίδες μεταξύ των δύο θεμάτων. Το κράτος, με τη σειρά του, τείνει να επιλέγει αυτό που έχει το μικρότερο κόστος, ενώ η διασπορά μπορεί να μιλήσει ελεύθερα για όλα.

Η διασπορά συχνά λειτουργεί εκτός κρατικού πλαισίου. Ο ιστορικός πυρήνας του κράτους, στην ουσία, βρίσκεται έξω από αυτό. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν ξεκίνησε από το εσωτερικό, αλλά από το εξωτερικό, μέσω της Φιλικής Εταιρείας. Έτσι, για έναν Πρέσβη έχει τεράστια σημασία να μπορεί να χρησιμοποιεί δύο γλώσσες: τη διπλωματική – την επίσημη – και τη γλώσσα της Φιλικής Εταιρείας, αλλά μόνο μεταξύ των δικών του.

Σε στρατηγικό επίπεδο, είναι κρίσιμο να περάσουμε από τη διασπορά στην ομογένεια και από την ομογένεια στη Φιλική Εταιρεία. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, αν η Ουκρανία ήταν ήδη μέλος του ΝΑΤΟ πριν από το 2014 – θα είχε χαθεί η Κριμαία; Όταν μιλάμε για την ενταξιακή πορεία της Ουκρανίας στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, πολλοί Ουκρανοί, ειδικά οι παλαιότεροι, το θεωρούν ως ένα επίκαιρο ζήτημα και όχι κάτι θεμελιώδες. Στην πραγματικότητα, είναι θεμελιώδες. Αν η Ουκρανία ήταν ήδη σε ευρωπαϊκό πλαίσιο το 1932, θα είχε βιώσει τη γενοκτονία του 1932-33; Αν ήταν εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ μετά το 1949, η πορεία της θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Είναι ενδιαφέρον ότι όλοι γνωρίζουμε αυτά τα δεδομένα, αλλά ακόμη αναρωτιόμαστε αν είναι θέμα προτεραιότητας. Το Euromaidan, παρά την αποτυχία του να φέρει άμεσα αποτελέσματα, ήταν μια σαφής προσπάθεια προς την Ευρώπη. Στη στρατηγική, πάντα αναρωτιόμαστε: «Αν είχαμε ενεργήσει διαφορετικά, θα είχε συμβεί αυτό το γεγονός;». Πόσες φορές πρέπει να συμβεί ένα γεγονός για να αναπτύξουμε μια στρατηγική που θα αποτρέψει την επανάληψή του;

Η διασπορά, η ομογένεια, ακόμα και η Φιλική Εταιρεία, μπορούν να αξιοποιήσουν ιστορικά δεδομένα για να ενισχύσουν τη δράση του κράτους, διευκολύνοντας τις αναγνωρίσεις που ίσως το ίδιο το κράτος δεν μπορεί να διεκδικήσει. Δηλαδή, δεν είναι απαραίτητο να επιδιώκει το κράτος την αναγνώριση σε μια άλλη χώρα – το λόμπι της διασποράς μπορεί να το επιτύχει και το κράτος απλώς να πει, «έγινε η αναγνώριση, εμείς δεν φταίμε». Αυτό συμβαίνει γιατί μερικές φορές το κράτος βρίσκεται υπό πίεση να μην επιδιώκει την αναγνώριση από άλλο κράτος. Αυτές οι πιέσεις, όμως, δεν μπορούν να ασκηθούν στη διασπορά.

Η διασπορά έχει τα υπέρ και τα κατά της. Ένα από αυτά είναι ότι σπάνια συμφωνεί εσωτερικά – αλλά αυτό μπορεί να είναι και πλεονέκτημα, γιατί σημαίνει πως δεν συναινεί εύκολα με το κράτος και έτσι συνεχίζει τη δράση της. Ένα παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η διασπορά: αν θέλαμε να μετακινήσουμε αυτά τα τραπέζια, τα μέλη της διασποράς θα έρχονταν, θα τα τραβούσαν προς διάφορες κατευθύνσεις, και τελικά τα τραπέζια θα μετακινούνταν. Το κράτος, αντίθετα, θα έλεγε να σπρώξουμε από μία πλευρά μέχρι να φτάσουμε σε τοίχο.

Η διασπορά έχει τη δυναμική να «ανακατεύει τα πράγματα» και, ακόμη κι αν το κράτος λέει «θα πάμε εκεί», η διασπορά απαντά «θα πάμε εδώ, και εκεί, και εκεί, και ακόμα παραπέρα». Κλείνοντας, θα πω πως μοιράζεστε πολλά κοινά με τους Έλληνες σε ό,τι αφορά τη στρατηγική. Έχετε ιστορία, συνέχεια και, αν και δεν πιστεύετε ότι έχετε στρατηγική, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν μπορούν να το μάθουν οι εχθροί σας. Γι’ αυτό τα καταφέρνετε τόσο καλά. Σας ευχαριστώ πολύ.

 

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *