Nadiya Lykholob
Ιστορικός-αρχειονόμος Α΄ κατηγορίας του Κεντρικού Κρατικού Αρχείο των Δημοσίων Οργανώσεων και των Ουκρανικών Σπουδών. Απόφοιτη της Σχολής Ιστορίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Taras Shevchenko του Κιέβου, με πολυετή εμπειρία στα κεντρικά αρχειακά ιδρύματα της Ουκρανίας. Σήμερα εργάζεται στο Κεντρικό Κρατικό Αρχείο των Δημοσίων Οργανώσεων και των Ουκρανικών Σπουδών (Κίεβο). Αρθρογραφεί σε μέσα ενημέρωσης της Ουκρανίας και της διασποράς.
Σήμερα, στην Ουκρανία και τον κόσμο τιμούν την 85η επέτειο της διαβόητης “Ελληνικής Επιχείρησης”, η οποία διεξήχθη κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου 1937 έως τον Φεβρουάριο του 1938 από το κατασταλτικό και εξοντωτικό όργανο του σοβιετικού καθεστώτος, την NKVD (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ). Η μνημόνευση των θυμάτων αυτής της επιχείρησης είναι ιδιαίτερα τραγική τώρα, με φόντο τη Μαριούπολη, το κύριο κέντρο της ελληνικής διασποράς στην περιοχή του Αζόφ και ίσως την πιο ελληνική από όλες τις ουκρανικές πόλεις, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ρώσους κατακτητές.
Η “Ελληνική Επιχείρηση” ήταν μια από τις λεγόμενες εθνικές κατασταλτικές εκστρατείες της εποχής της Μεγάλης Εκκαθάρισης στην ΕΣΣΔ. Η αποκατάσταση της μοναρχίας στην Ελλάδα το 1935, όταν ο στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς ανέβηκε στην εξουσία, είχε ως αποτέλεσμα το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με το οποίο οι σταλινικές αρχές είχαν συνδέσει ορισμένα σχέδια εξάπλωσης της επιρροής τους, να απαγορευτεί και να οδηγηθεί βαθιά στην παρανομία. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ, οι οποίοι θεωρήθηκαν “επικίνδυνοι” και χαρακτηρίστηκαν ως εχθρικά στοιχεία.
Η “Ελληνική Επιχείρηση” ξεκίνησε με την εντολή της NKVD αριθ. 50215 από την 11η Δεκεμβρίου 1937, η οποία διέταζε τη σύλληψη “όλων των Ελλήνων που ήταν ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, ανταρσία και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα” στις 15 Δεκεμβρίου “ταυτόχρονα σε όλες τις δημοκρατίες, περιφέρειες και νομούς”. Αυτό οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις, αβάσιμες κατηγορίες και σκληρές ποινές για τον ελληνικό πληθυσμό της Ουκρανίας. Σύμφωνα με τους συγγραφείς του “Βιβλίου Μνήμης των Ελλήνων της Ουκρανίας”, το 63,8% των καταδικασθέντων κατηγορήθηκαν ότι ήταν μέλη ελληνικών κατασκοπευτικών, εθνικιστικών, αντεπαναστατικών, σαμποταριστικών και αντάρτικων οργανώσεων. Η σύλληψη στο πλαίσιο της “Ελληνικής Επιχείρησης” σήμαινε σχεδόν σίγουρα “εκτέλεση”. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του επικεφαλής του προγράμματος “Ελληνικό Μαρτυρολόγιο”, Ι. Ντζούχα (I. Dzhukha), ο κατά προσέγγιση αριθμός των θυμάτων της “Ελληνικής Επιχείρησης” του 1937-1938 στην Ουκρανία είναι 7.600 – 9.400 άτομα.
Ορισμένα ντοκουμέντα για την “Ελληνική Επιχείρηση” και τη ζωή της ελληνικής κοινότητας στο Κίεβο διατηρούνται στα Κεντρικά Κρατικά Αρχεία των Κοινωνικών Οργανώσεων και των Ουκρανικών Σπουδών (Κίεβο), ιδίως στις αρχειακές και ποινικές υποθέσεις των καταπιεσμένων (κεφάλαιο 263, Συλλογή εξωδικαστικών υποθέσεων των αποκατασταθέντων).
Ας στραφούμε όμως πρώτα στις ιστορικές διαδικασίες που προηγήθηκαν της “Ελληνικής Επιχείρησης” και χαρακτηρίζονται από την παράδοξη συνύπαρξη στην πολιτική του Ιωσήφ Στάλιν και της εθνογένεσης, και της γενοκτονίας. Μετά την ήττα της Ουκρανικής Επανάστασης του 1917-1921, η Ουκρανία έγινε μέρος της ΕΣΣΔ. Στα χαρτιά και από το βήμα, οι σοβιετικοί ηγέτες υποστήριζαν τις αρχές της εθνικής ισότητας και της φιλίας των λαών, γεγονός που αντικατοπτριζόταν στην κομματική κρατική πολιτική της “Ρίζωσης”, η οποία διακηρύχθηκε τον Απρίλιο του 1923 από το XII Συνέδριο του ΡΚΚ (μπολσεβίκων). Στην ουκρανική ιστορία, αυτή ονομάζεται “Ουκρανοποίηση” (για τους εκπροσώπους της ελληνικής μειονότητας – “Ελληνοποίηση” – Σημείωση μεταφρ.).
Η πολιτική της “Ρίζωσης” συνοδευόταν, μεταξύ άλλων, από μια σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας των εθνικών μειονοτήτων, του εθνικού πολιτισμού και της εθνικής ταυτότητας, καθώς και στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης και της επιστήμης στις γλώσσες τους (φυσικά, με την προϋπόθεση της καταπολέμησης του “αστικού εθνικισμού”). Αυτό κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ από 31 Ιανουαρίου 1924, το οποίο ζητούσε “τη θεμελιώδη εξάλειψη της εθνικής καταπίεσης, τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και τη θεμελίωση της αδελφικής συνεργασίας μεταξύ των λαών”.
Μια από τις εκδηλώσεις της πολιτικής της “Ρίζωσης” ήταν οι λέσχες των εθνικών μειονοτήτων, οι οποίες δημιουργήθηκαν κυρίως για να καλύψουν τις πολιτιστικές και εκπαιδευτικές τους ανάγκες. Ταυτόχρονα, αυτό επέτρεπε στο σοβιετικό ολοκληρωτικό σύστημα να ελέγχει τις δραστηριότητες των εθνικών κοινοτικών ομάδων και, εάν ήταν απαραίτητο, να λαμβάνει επιχειρησιακά και τιμωρητικά μέτρα εναντίον τους.
Σύμφωνα με αρχειακά έγγραφα από τα Κεντρικά Κρατικά Αρχεία, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, το Σπίτι των Ανατολικών Λαών ήταν ο κεντρικός θεσμός για το πολιτιστικό και εκπαιδευτικό έργο μεταξύ των εκπροσώπων των ανατολικών λαών στο Κίεβο, μια πολυεθνική πόλη εκείνη την εποχή. Ορισμένα ντοκουμέντα για την ιστορία της δημιουργίας του, τη ζωή των Ελλήνων πολιτών και τις καταστολές εναντίον τους το 1937-1938 περιέχονται στην αρχειακή ποινική υπόθεση του Φέντιρ του Ιβάν Κορσαβίδη (Fedir Ivanovych Korsavidi) (ΚΚΣΔΕ, κεφάλαιο 263, περιγραφή 1, υπόθεση 47382). Ο Κορσαβίδη ήταν ενεργό μέλος του Σπιτιού των Ανατολικών Λαών του Κιέβου και αργότερα, δυστυχώς, έπεσε στα δίχτυα της τραγικής “Ελληνικής Επιχείρησης” του 1937-1938 και εκτελέστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1938.
Ο φάκελος αυτός περιέχει όχι μόνο ανακριτικές εκθέσεις του Φ. Ι. Κορσαβίδη και μαρτύρων στην υπόθεσή του, κατηγορητήρια και πιστοποιητικά αποκατάστασης, αλλά και πολύτιμα ιστορικά στοιχεία που επιτρέπουν σε κάθε ενδιαφερόμενο να γνωρίσει έμμεσα τη ζωή και την καθημερινότητα όχι μόνο των εθνικών ομάδων γενικά, αλλά και των μεμονωμένων εκπροσώπων τους. Μπορεί κανείς να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια “συλλογική βιογραφία” και να βρει ορισμένες νομοτέλειες στη ζωή των εθνικών κοινοτήτων που ζούσαν στο Κίεβο τις δεκαετίες του 1920 και 1930.
Το Σπίτι των Ανατολικών Λαών του Κιέβου ξεκίνησε τις δραστηριότητές του τον Απρίλιο του 1925. Το ίδρυμα χωρίστηκε σε τμήματα, τα οποία δεν είχαν σταθερό χαρακτήρα, καθώς ο αριθμός τους άλλαζε συνεχώς. Αρχικά, είχε τέσσερα τμήματα: Ασσυριακό, Αρμενικό, Γεωργιανό και Τουρκο-Ταταρικό. Σύντομα, στα μέλη του Σπιτιού προστέθηκαν εκπρόσωποι και άλλων λαών που ζούσαν στο Κίεβο και, για διάφορους λόγους, χαρακτηρίστηκαν ως ανατολικοί, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, υπήρχαν ήδη έντεκα τμήματα. Οργανωτικά, το Σπίτι των Ανατολικών Λαών του Κιέβου είχε τα χαρακτηριστικά μιας δημοκρατικής κοινωνικής ένωσης.
Μεταξύ των καθηκόντων του Σπιτιού των Ανατολικών Λαών, εκτός από τα γενικά κοινωνικοπολιτικά, εξέχουσα θέση κατείχε η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και του χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης. Υπήρχαν πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα Ασσυρίων, Ελλήνων, Νταγκεστανών και Κινέζων για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού, καθώς και βιβλιοθήκη, παιδικοί σταθμοί και διάφοροι σύλλογοι, συμπεριλαμβανομένων αθλητικών και πολιτικής εκπαίδευσης. Σχεδόν κάθε τμήμα είχε τη δική του θεατρική ομάδα, όπου δινόταν μεγάλη προσοχή στο ιδεολογικό περιεχόμενο των θεατρικών έργων και στη χρήση της μητρικής γλώσσας. Συγκεκριμένα, το 1927, το ελληνικό τμήμα ανέβασε στα ελληνικά ένα έργο με τίτλο “Οι δουλοκτήτες”, γραμμένο από ένα από τα μέλη της ομάδας.
Το Σπίτι των Ανατολικών Λαών φιλοξενούσε διάφορες βραδιές, τουρνουά σκακιού και ντάμας, παραστάσεις, διαλέξεις και εκθέσεις. Ένας σημαντικός τομέας δραστηριότητας ήταν η παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε εκπροσώπους των ανατολικών λαών. Ένα από τα κύρια καθήκοντα του νεοσύστατου ιδρύματος ήταν η επίλυση του προβλήματος της ανεργίας μεταξύ των εκπροσώπων των εθνικών κοινοτήτων. Έτσι, το 1926, το Σπίτι των Λαών της Ανατολής στο Κίεβο οργάνωσε την εργασία επτά αρτοποιείων, τριών εργαστηρίων χειροτεχνίας, δύο αρτοποιείων, ενός πλυντηρίου και ενός εργαστηρίου κατασκευής παιδικών παιχνιδιών.
Το 1936, με απόφαση του προεδρείου του Δημοτικού Συμβουλίου του Κιέβου, το Σπίτι των Λαών της Ανατολής έπαψε να λειτουργεί. Παρά τις ορισμένες δυσκολίες και ελλείψεις, οι δραστηριότητές του είχαν θετικό αντίκτυπο στη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και στην άνοδο του πολιτιστικού και εκπαιδευτικού επιπέδου των εκπροσώπων των ανατολικών εθνοτήτων. Επιπλέον, συνέβαλαν στην προσαρμογή των εκπροσώπων των εθνικών μειονοτήτων στη ζωή στο πολυεθνικό περιβάλλον του Κιέβου.
Αλλά ας επιστρέψουμε στους σιωπηλούς μάρτυρες εκείνων των γεγονότων – τα έγγραφα, διότι κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για εκείνες τις εποχές καλύτερα από τους αυτόπτες μάρτυρες, των οποίων τα λόγια έχουν καταγραφεί στο χαρτί. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του Φ. Ι. Κορσαβίδη, υπάρχει μια μαρτυρία με ημερομηνία Απριλίου 1958 του Antonin Semenovych Yuriev, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής του Σπιτιού των Λαών της Ανατολής από τον Ιούνιο του 1930 έως τον Ιανουάριο του 1933, στην οποία θυμάται τα εξής:
“Το Σπίτι των Λαών της Ανατολής δεν ήταν μόνο μια λέσχη, αλλά και μια κοινωνική και πολιτική οργάνωση που επιδίωκε συγκεκριμένους στόχους. Οι περιφερειακές επιτροπές του κόμματος έθεσαν στην κομμουνιστική παράταξη του Σπιτιού των Λαών της Ανατολής το καθήκον να ενώσει τους πρώην τεχνίτες των ανατολικών εθνικών μειονοτήτων σε εργατικούς συνεταιρισμούς, αρτέλ (καρτέλ – Σημείωση μεταφρ.) και συλλογικά αγροκτήματα και να τους εντάξει στη δημόσια παραγωγική εργασία. Το Σπίτι των Λαών της Ανατολής ένωσε εκπροσώπους των ακόλουθων εθνοτήτων που ζούσαν στο Κίεβο: Γεωργιανούς, Αρμένιους, Αζερμπαϊτζανούς, Σύριους, Έλληνες, Καραΐτες, Νταγκεστάνους, Λεζγκίνους, Κινέζους και Τάταρους. Ο κύριος όγκος των μελών του Σπιτιού των Λαών της Ανατολής ήταν σοβιετικοί πολίτες και γεννήθηκαν στη χώρα μας. Οι περισσότεροι Ασσύριοι, Έλληνες και ορισμένοι Αρμένιοι ήταν ξένοι υπήκοοι, και στην περίπτωση των Ασσυρίων (εν μέρει των Ελλήνων και των Αρμενίων), είχαν μετακομίσει στη Ρωσία για διαμονή πριν από την επανάσταση και, ιδιαίτερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Τουρκία (1914-1917)…”.
“…Όσον αφορά τις παραγωγικές δραστηριότητές τους, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Ασσύριοι εργάζονταν κυρίως ως λούστροι υποδημάτων, πραγματοποιώντας μικροεπισκευές υποδημάτων και προϊόντων από λάστιχο. Οι Αρμένιοι εργάζονταν κυρίως ως τεχνίτες – αρτοποιοί, ζαχαροπλάστες και εν μέρει ασχολούνταν με το μικρεμπόριο. Ορισμένοι Αρμένιοι εργάζονταν στο δημόσιο σύστημα εστίασης (καντίνες, τεκέδες, εστιατόρια). Η πλειονότητα των Ελλήνων ήταν επίσης τεχνίτες και εν μέρει εργάζονταν σε καντίνες, καφετέριες και εστιατόρια. Ορισμένοι Έλληνες εργάζονταν σε υπηρεσίες και επιχειρήσεις.
…Το Διοικητικό Συμβούλιο του Σπιτιού διεξήγαγε εκτεταμένο πολιτικό και πολιτιστικο-μορφωτικό έργο μεταξύ των μελών του Σπιτιού των Ανατολικών Εθνών, κάνοντας εκτεταμένη χρήση των ακτιβιστών και των τμηματικών συμβουλίων. Η κομμουνιστική παράταξη, μέσω του διοικητικού συμβουλίου του Σπιτιού, ασκούσε τη συνολική ηγεσία. Στο Σπίτι γίνονταν εκθέσεις και συζητήσεις για γενικά πολιτικά θέματα. Πραγματοποιούνταν εργασίες για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού μεταξύ των μελών της οργάνωσης (Ασσύριοι, Λεζγκίν). Υπήρχαν θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, οικογενειακές βραδιές και πολιτική ενημέρωση. Το Σπίτι των Λαών της Ανατολής υπαγόταν στην Εκτελεστική Επιτροπή του Δημοτικού Σοβιέτ, η οποία το χρηματοδοτούσε. Η πολιτική καθοδήγηση της Στέγης γινόταν από το Τμήμα Αγκιτάτσιας και Προπαγάνδας της Δημοτικής Επιτροπής και της Περιφερειακής Επιτροπής του Λενινιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.”
“… Ο κύριος όγκος των Ασσυρίων ήταν ενωμένος στο αρτέλ “Vostok”, ο διάδοχος του οποίου είναι τώρα το φιλο-αρτέλ “Vzhutiovyk”. Οι Έλληνες πήγαν εν μέρει να εργαστούν σε αυτές τις αρτέλες και στη συνέχεια, μετά την ίδρυση του κολχόζ επεξεργασίας σταφυλιού “Zakvinkolkhoz” (σήμερα “Vynohradar” στην περιοχή “Ανεμοδαρμένα Όρη”), ορισμένοι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους, Τάταρους και Ασσυρίους πήγαν να εργαστούν σε αυτό το κολχόζ”.
Δεδομένης της φύσης της αρχειακής ποινικής υπόθεσης κατά του Φ. Ι. Κορσαβίδη, είναι λογικό ότι το σημαντικό μέρος των εγγράφων αναφέρεται στην ελληνική κοινότητα του Κιέβου. Έτσι, σύμφωνα με τον ίδιο τον A. S. Yuriev: “Το ελληνικό τμήμα είχε περίπου 60 μέλη. Ήταν, τρόπον τινά, το πιο ήσυχο τμήμα του Σπιτιού των Ανατολικών Λαών, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των Ελλήνων υπήρχε σημαντικός αριθμός υπηκόων της Ελλάδας. Οι Έλληνες παρακολουθούσαν ενεργά τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονταν στο Σπίτι των Λαών της Ανατολής. Έρχονταν επίσης και απλώς για να χαλαρώσουν, να παίξουν παιχνίδια, να πιουν πραγματικό τουρκικό καφέ και να μιλήσουν μεταξύ τους στη μητρική τους γλώσσα”.
Αναφέρει επίσης μερικά από τα ονόματα των εκπροσώπων της ελληνικής διασποράς που επισκέπτονταν ενεργά το Σπίτι των Λαών της Ανατολής: “την παρούσα στιγμή, θυμάμαι τους ακόλουθους Έλληνες που ήταν κάποτε μέλη του Σπιτιού των Λαών της Ανατολής: 1. Κορσαβίδη Φέντιρ του Ιβάν. […]. 2. Μουρούζη […]. 3. Κοσμίδη […]. 4. Γορέστη […]. 5. Πεντάκη Γεώργιος Κωνσταντίνοβιτς. […]. 6. Καλογεράς […]. 7. Αρσένης […]. 8. Θυμάμαι επίσης κάποιους Έλληνες όπως ο Μπερντέμπες, ο Παπλωματόπουλο, ο Δονούκης […]”.
Στη μαρτυρία του μπορεί κανείς επίσης να βρει σύντομα, αλλά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά ορισμένων ανθρώπων, τα οποία μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε ένα συλλογικό πορτρέτο της ελληνικής κοινότητας του Κιέβου στις δεκαετίες του 1920 και 1930: “Ο Αρσένης ήταν ένας βαθύς γέρος. Πέθανε γύρω στο 1932 στο Κίεβο, σε ηλικία περίπου 80 ετών. Μεταξύ των Ελλήνων, ο Αρσένης ήταν ένας από τους πιο ανεπτυγμένους ανθρώπους. Είχε καλή μνήμη και μεγάλη εμπειρία ζωής, και ήταν ιδιαίτερα σεβαστός μεταξύ των Ελλήνων. Αυτό ήταν ένα ανατολικό χαρακτηριστικό – ο σεβασμός προς τους ηλικιωμένους. Ο Αρσένης επισκεπτόταν συχνά το Σπίτι των Ανατολικών Λαών και έμενε μέχρι αργά το βράδυ στο καφενείο με ένα φλιτζάνι τούρκικου καφέ. Ο Αρσένης ήταν μάστορας στο να λέει ανατολίτικα παραμύθια, ειδικά τα παραμύθια του Νασρεντίν”.
Οι παραπάνω πληροφορίες συμπληρώνονται από τη μαρτυρία του Σπυρίδωνα Ντμίτροβιτς Καζόγλου, ενός από τους εκπροσώπους της τότε ελληνικής κοινότητας: “Ζώντας στο Κίεβο, γνώριζα πολλούς Έλληνες που ήρθαν στη Ρωσία ακόμη και πριν από το 1917. Κάποιοι από τους Έλληνες ήρθαν στη Ρωσία ως μετανάστες, ορισμένοι απλώς αναγκάστηκαν να σωθούν στη Ρωσία από τις διώξεις, για παράδειγμα στην Τουρκία, στο Ιράν. […].
Από τους Έλληνες που ήρθαν στη Ρωσία, γνωρίζω τους εξής: 1. Πεντάκη Γεώργιο Κωνσταντίνοβιτς, 2. Κουλούμπης Διονύσιος Παναγιώτοβιτς, 3. Μαραγκός Ιβάν Χαρλάμποβιτς, 4. Παπλωματόπουλο Κωνσταντίνος Αναστασίεβιτς, 5. Κορσαβίδη Φεντόρ Ιβάνοβιτς, 6. Καρακώστα Λεονίντ Μιχαήλοβιτς, 7. Μπερντέμπες Δημήτρης Δυονήσιεβιτς, 8. Μίλον Νικολάι Γεωργίεβιτς. Γνώριζα και άλλους Έλληνες. Δούλεψα μαζί με τον Πεντάκη, τον Κουλούμπη και τον Μαραγκό από το 1927 έως το 1937 στο αρτέλ “Promvzuttya” στο Κίεβο. Τους γνώριζα πολύ καλά. Ήταν απλοί υποδηματοποιοί και εγώ ήμουν επικεφαλής του τμήματος του συγκεκριμένου αρτέλ. Θα μπορούσα να πω τα εξής γι’ αυτούς: ήταν πολύ εργατικοί άνθρωποι, σοβαροί και σεμνοί. Ήταν εξαιρετικά ευσυνείδητοι στη δουλειά τους. Και οι τρεις ήταν παντρεμένοι και φέρονταν καλά στις οικογένειές τους. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, όντας καλοί ειδικοί στον τομέα τους, κέρδιζαν ένα αξιοπρεπές εισόδημα και ζούσαν αρκετά καλά. […]
Οι Πεντάκη, Κουλούμπης και Μαραγκός δεν ήταν υπήκοοι της ΕΣΣΔ. Όμως θεωρούσαν τη Σοβιετική Ένωση δεύτερη πατρίδα τους και την αποκαλούσαν μητέρα τους. Ήταν μέλη διαφόρων εθελοντικών συλλόγων και εγγράφονταν σε κρατικά δάνεια από την ΕΣΣΔ. Επιπλέον, ποτέ δεν χρειάστηκε να τους πείσουν να υπογράψουν δάνεια. Είχαν το σεβασμό των συναδέλφων τους. […] Γνώριζα επίσης αρκετά καλά τον Παπλωματόπουλο, τον Καρακώστα, τον Κορσαβίδη, τον Μπερντέμπες και τον Μυλωνά. Μένοντας στο Κίεβο, τους συναντούσα και μιλούσαμε για διάφορα θέματα. Συνάντησα όλους αυτούς τους Έλληνες στο Σπίτι των Ανατολικών Λαών στο Κίεβο. Εκεί γίνονταν βραδιές με Έλληνες, Ασσύριους και άλλες εθνικές μειονότητες. […] Συνήθως αυτές οι βραδιές στο Σπίτι των Ανατολικών Λαών είχαν ως εξής: έδειχναν μικρά θεατρικά έργα (συνήθως μονόπρακτα), εθνικούς χορούς, τραγουδούσαν. […]
Θα ήθελα να επισημάνω ότι γνώριζα τον Αρσένη (δεν θυμάμαι το όνομα και το πατρώνυμό του) και τον Κωνσταντίνο Σειρινίδη. Ήταν και οι δύο Έλληνες στην εθνικότητα και ζούσαν στο Κίεβο. Ο Αρσένης ήταν γέρος και πέθανε είτε το 1930 είτε το 1931. Ο Σειρινίδης πέθανε επίσης από τύφο στη δεκαετία του ’30, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε. Δεν παρατήρησα τίποτα αντισοβιετικό σε αυτούς. Ο Αρσένης και ο Σειρινίδης ήταν υπήκοοι της Ελλάδας. Μου είναι δύσκολο να τους χαρακτηρίσω με περισσότερες λεπτομέρειες τώρα.
Μιλώντας για τους Έλληνες που ζούσαν στο Κίεβο τη δεκαετία του 1930 και τους οποίους γνώριζα, δεν μπορώ να αναφέρω ούτε ένα γεγονός που να πιστοποιεί την αντισοβιετική τους δράση, καθώς δεν γνωρίζω τίποτα για τέτοια περιστατικά. Υπήρχαν, για παράδειγμα, σπάνιες περιπτώσεις όπου ένας Έλληνας υπήκοος επιθυμούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Και έφευγαν. Αλλά ήταν πολύ λίγοι τέτοιοι Έλληνες.
Συνοψίζοντας, θα σημειώσουμε ότι, μολονότι οι δραστηριότητες του Σπιτιού των Λαών της Ανατολής στο Κίεβο είχαν μάλλον τοπικό χαρακτήρα, το αντίκτυπό τους στη ζωή των εκπροσώπων των λαών της Ανατολής που ζούσαν στην Ουκρανία, και ιδίως στο Κίεβο, δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ταυτόχρονα, οι δραστηριότητες του Σπιτιού βρίσκονταν συνεχώς υπό στενή εποπτεία από τις αρχές. Ο ήδη αναφερθείς A. S. Yuriev δεν έκρυβε το γεγονός ότι “λόγω της φύσης της εργασίας μου, ως διευθυντής του Σπιτιού των Λαών της Ανατολής, έπρεπε να διατηρώ στενές σχέσεις όχι μόνο με τα κομματικά και τα σοβιετικά όργανα, αλλά και με την NKVD”, ενώ ο διορισμένος την άνοιξη του 1933 διάδοχός του, Mykhailo Korostyshevsky, προηγουμένως εργαζόταν στην NKVD.
Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1936, σύμφωνα με την απόφαση των αρχών, “το Σπίτι των Λαών της Ανατολής στο Κίεβο καταργήθηκε, όπως και τα Σπίτια του Λένινγκραντ, της Μόσχας και της Τιφλίδας. Το κύριο καθήκον της ένταξης των πρώην μικρών τεχνητών σε κοινωνικά χρήσιμη εργασία επιλύθηκε. Και το μαζικό πολιτιστικό έργο ανατέθηκε σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και συλλόγους που εργάζονταν υπό την καθοδήγηση κομματικών επιτροπών”.
Ήταν όμως αυτό το τελικό σημείο αυτής της ιστορίας; Εξάλλου, η “φροντίδα” της σοβιετικής κυβέρνησης για τις εθνικές κοινότητες δεν αποτελούσε μόνο την ενσάρκωση των ανθρωπιστικών ιδεών της ισότητας και της αδελφοσύνης, αλλά αποσκοπούσε επίσης στον έλεγχο και τον απολογισμό του “ανθρώπινου δυναμικού”, κάτι που ήταν χρήσιμο για τις μυστικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εκκαθάρισης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολλά μέλη του Σπιτιού των Λαών της Ανατολής χαρακτηρίστηκαν ως “κατάσκοποι, σαμποτέρ, αστοί εθνικιστές που αποσκοπούσαν στην ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος”, γνώρισαν διώξεις από τις σοβιετικές αρχές ή ακόμη και εκτελέστηκαν.
Πέρασαν χρόνια, αλλά η μνημόνευση των αθώων θυμάτων της “Ελληνικής Επιχείρησης” της NKVD δημόσια έγινε δυνατή μόνο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Στις 26 Νοεμβρίου 2004, στη Μαριούπολη έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου για τα θύματα του Γολοντομόρ του 1932-1933 (Τεχνητός Λιμός του 1932-1933 – Σημείωση μεταφρ.) και της πολιτικής καταστολής. Έκτοτε, κάθε χρόνο στις 15 Δεκεμβρίου, το μνημείο αυτό έχει γίνει τόπος συνάντησης των Ελλήνων της Μαριούπολης για να μνημονεύσουν τους καταπιεσμένους συμπατριώτες τους κατά τη διάρκεια της “Ελληνικής Επιχείρησης” του 1937-1938.
Μετά την κατάληψη της Μαριούπολης το 2022, οι Ρώσοι εισβολείς, επαναλαμβάνοντας τα εγκλήματα των ιδεολογικών προκατόχων τους, κυνικά κατέστρεψαν το μνημείο. “Ας μην ξεχνάμε τις τραγωδίες του παρελθόντος, για να μην τις ξαναζήσουμε”, ήταν η επιγραφή στο βάθρο που έσπασαν οι βάνδαλοι. Το καθήκον που καλούμαστε να εκπληρώσουμε σήμερα είναι να αποτρέψουμε παρόμοιες τραγωδίες του παρελθόντος και εγκλήματα πολέμου του παρόντος να συμβούν στο μέλλον.
(Το άρθρο βασίζεται σε έγγραφα των Κεντρικών Κρατικών Αρχείων της Ουκρανίας και σε πληροφορίες από ανοιχτές πηγές του Διαδικτύου).
Κίεβο, 2023.
Επιμέλεια-μετάφραση της Γαλήνης Μασλιούκ.